Κυριακή 19 Μαΐου 2019

ΑΦΙΕΡΩΜΑ: Η Λογοτεχνία στην Ελλάδα της κρίσης

«Ο ταχυδρόμος» του Γιάννη Αποστολόπουλου
Αποτέλεσμα εικόνας για postino + nonna
Ο πολιτιστικός ιστότοπος «Πολιτιστική Ατζέντα», διοργανώνει σειρά δημοσιεύσεων σε ζητήματα που αφορούν τη Λογοτεχνία, με πρώτο μας θέμα: «Η Λογοτεχνία στην Ελλάδα της κρίσης».
Ευχαριστούμε τον Γιάννη Αποστολόπουλο, που ανταποκρίθηκε στο κάλεσμά μας και μας έστειλε το διήγημά του «Ο ταχυδρόμος», που δημοσιεύουμε:

Ο ταχυδρόμος

Ήταν μια συνηθισμένη μέρα. Ανοιξιάτικη. Σηκώθηκε από το κρεβάτι με δυσκολία, έφτιαξε καφέ και άνοιξε το ραδιόφωνο όπως κάθε πρωί. Μια μελωδία πλημμύρισε τον χώρο. Από το παράθυρο της κουζίνας έβλεπε τη θάλασσα να απλώνεται μπροστά του και στο βάθος τα παράλια της Τουρκίας . Ζούσε στο νησί τον τελευταίο χρόνο. Πρώτα εργαζόταν στην πρωτεύουσα. Ταχυδρόμος. Ώσπου μια μέρα του κοινοποιήθηκε η μετάθεση για το νησί. Δεν καταγόταν από κει και ούτε που ήθελε να εγκαταλείψει την πρωτεύουσα και τις απολαύσεις τις. Δεν μπορούσε όμως να κάνει αλλιώς. Αποδέχτηκε τη μετάθεση και έτσι βρέθηκε στο νέο αυτό τόπο. Ακόμα είναι χαραγμένη στο νου του η πρώτη μέρα που έφτασε σε αυτό τον τόπο.

Στο ραδιόφωνο, μια γυναικεία φωνή εκφωνούσε τις ειδήσεις, τότε κατάλαβε πως η ώρα πέρασε και θα αργούσε στη δουλειά του. Ποιος άκουγε τον προϊστάμενο και τις αγριοφωνάρες του.

Τα βρήκε μπαστούνια στο νησί, παιδί της ηπειρωτικής χώρας δεν ήξερε από θάλασσα. Τόσα χρόνια στη μεγάλη πόλη είχε μάθει αλλιώς. Μπορεί η εργασία να ήταν πιο κουραστική μα είχε τις απογευματινές και βραδινές απολαύσεις του που τον έκαναν να ξεχνά αυτά που τραβούσε κατά τη διάρκεια της μέρας. Θέατρο, σινεμά, μπαράκια και που δεν πήγαινε. Κάθε σαββατοκύριακο προσπαθούσε να φεύγει. Εκδρομές στα γύρω μέρη. Έπαιρνε το αυτοκίνητό του, ένα μεταχειρισμένο από κείνα τα μικρά που το είχε αγοράσει μισοτιμής από έναν γέρο θείο του. Στο νησί δεν είχε αυτή την πολυτέλεια. Στο πρώτο μήνα κατάφερε να το γυρίσει όλο. Τον δεύτερο μήνα έκανε πάλι την ίδια εκδρομή. Τον τρίτο μήνα βαρέθηκε, τα είχε δει όλα. Σκεφτόταν πως έπρεπε να αρχίσει τις εκδρομές στα πιο κοντινά νησιά. Γρήγορα απέρριψε την πρόταση αυτή. Αιτία; Ο φόβος του για τη θάλασσα.

Εκεί που είχε αρχίσει να απογοητεύεται και έβλεπε τη ζωή του να αποκτά μια ρουτίνα, γνώρισε την Ελένη, μια νεαρή δασκάλα. Η Ελένη, μικροκαμωμένη με μακριά μαύρα μαλλιά, έμενε στη διπλανή πολυκατοικία. Μια μέρα καθώς έμπαινε στο αυτοκίνητό του, άκουσε μια φωνή, «κύριε μήπως πηγαίνετε προς το κέντρο της πόλης;» Γύρισε και κοίταξε την κοπέλα με απορία, δεν πρόλαβε να απαντήσει και η κοπέλα συνέχισε λέγοντας «έχω αργήσει και ποιος ξέρει πότε θα περάσει το λεωφορείο.»

«έλα, θα σε πάρω εγώ» της απάντησε. Βέβαια η προσφώνηση «κύριε» τον είχε παραξενέψει, δεν θεωρούσε τον εαυτό του μεγάλο, μπορεί τα μαλλιά του να είχαν γκριζάρει αλλά μεγάλος δεν ένοιωθε. Δεν είχε καλά καλά περάσει τα σαράντα. Πρόσεχε πολύ τη σιλουέτα του και γενικά την εμφάνιση του. Δεν έτρωγε παχυντικά φαγητά και γυμναζόταν συχνά.

«σας ευχαριστώ» μουρμούρισε η νεαρή κοπέλα και έβαλε τη ζώνη της.

«άργησα και σε λίγο θα χτυπήσει το κουδούνι. Είμαι δασκάλα και η διευθύντρια είναι αυστηρή»

«χα χα χα» γέλασε γιατί στο μυαλό του ήρθε ο δικός του προϊστάμενος. Θυμήθηκε την κατσάδα που έφαγε για τη δική του αργοπορία.

Από εκείνη τη μέρα ξεκίνησαν να κάνουν παρέα. Απέκτησε η ζωή του ένα ενδιαφέρον, σύντομα έγιναν ζευγάρι.

Έκλεισε το ραδιόφωνο, πήγε στο υπνοδωμάτιο, φίλησε την κοιμισμένη Ελένη και έφυγε.

Στο γραφείο τους βρήκε όλους στο γραφείο του προϊσταμένου, να φωνάζουν και να διαπληκτίζονται.

«καλώς τον» έκανε ειρωνικά ο προϊστάμενος «για έλα κι εσύ κοντά μας, ξαναμοιράζουμε τις αρμοδιότητες και τις περιοχές σας. Έχουμε μεγάλο πρόβλημα με τη Σύμη. Κανένας δεν θέλει αυτή τη περιοχή και ο Παναγιώτης που την είχε, συνταξιοδοτήθηκε»

«και που είναι η Σύμη;» ρώτησε με φανερή απορία.

«τέσσερις ώρες με το καράβι από δω» του απάντησε ο προϊστάμενος χαϊδεύοντας το παχύ μουστάκι του.

«με το καράβι;» αναρωτήθηκε φωναχτά. Καταλάβαινε ότι σε αυτόν θα έπεφτε ο κλήρος, οι υπόλοιποι συνάδελφοι του είχαν δηλώσει ρητά την άρνηση τους και αυτός ήταν νεοφερμένος.

Ο προϊστάμενος με δυσκολία σηκώθηκε από την καρέκλα του, τον πλησίασε και τον χτύπησε φιλικά στον ώμο, μόλις είχε βρει τη λύση στο πρόβλημά του. Θα έδινε σε αυτόν τη Σύμη.

Με φανερό χαμόγελο του είπε : «θα πηγαίνεις τρείς φορές την εβδομάδα. Θα φεύγεις με το πρωινό καράβι και θα επιστρέφεις με το απογευματινό. Μην ανησυχείς, δεν έχει πολλούς κατοίκους θα τελειώνεις γρήγορα τη διανομή των γραμμάτων, θα παίρνεις την αλληλογραφία από εκεί και μέχρι να φεύγεις θα έχει χρόνο να πίνεις τον καφέ σου».

Ο Κοσμάς τον άκουγε σιωπηλός. Δεν ήταν η δουλειά αυτή που τον φόβιζε, αλλά η θάλασσα. Απέφευγε τα ταξίδια με το καράβι. Στο νησί είχε έρθει με το αεροπλάνο.

Μετά το σχόλασμα πήγε αμέσως σπίτι. Η Ελένη τον περίμενε όπως κάθε μεσημέρι. Μπήκε στο διαμέρισμα με κατεβασμένα μούτρα.

«τι έχεις αγάπη μου; Σου βούλιαξε κάνα καράβι;»

«ακριβώς το καράβι είναι το πρόβλημά μου»

«δεν σε καταλαβαίνω»

«Μου άλλαξαν περιοχή, θα πρέπει να πηγαίνω τρεις φορές την εβδομάδα στη Σύμη, με το καράβι. Εγώ τα φοβάμαι τα καράβια. Δεν τα έχω συνηθίσει».

Η Ελένη δεν μπόρεσε να κρατήσει τα γέλια της. «αυτό είναι; Και εγώ νόμισα πως έγινε κάτι σοβαρό».

«τι δεν είναι σοβαρό αυτό;» ο Κοσμάς το έφερε βαρέως, να ανοίξει η γη να τον καταπιεί.

Οι μέρες πέρασαν και ήρθε εκείνη η στιγμή για το πρώτο του ταξίδι στη Σύμη. Το προηγούμενο βράδυ δεν μπορούσε να κοιμηθεί, γύριζε σαν σβούρα στο κρεβάτι. Επιτέλους ξημέρωσε. Οι πρώτες αχτίδες του Ήλιου έκαναν την εμφάνιση τους στον ουρανό και το γλυκό φως τρύπωσε στις χαραμάδες των παντζουριών.

Σηκώθηκε από το κρεβάτι όπως κάθε πρωί. Έσυρε τα βήματα του στη κουζίνα και με την ίδια σειρά, όπως κάθε μέρα, έφτιαξε καφέ, άνοιξε το ραδιόφωνο και χάζευε από το παράθυρο της κουζίνας τη θάλασσα που τόσο φοβόταν. Τη φοβόταν όταν ταξίδευε, όταν την έβλεπε από μακριά του άρεσε. Πολλές φορές έπαιρνε ένα ξεχαρβαλωμένο ποδήλατο που είχε και έκανε βόλτες στην παραλία. Καθόταν σχεδόν πάντα δίπλα στην ακροθαλασσιά και χάζευε σαν μικρό παιδί το παιχνίδι του νερού με την άμμο. Εκείνος ο ήχος, συνεχόμενος, «πλαφ», «πλαφ» έμοιαζε με μουσική που τον ταξίδευε. Άφηνε τον νου του ελεύθερο να σεργιανίσει στο απέραντο του ουρανού, να βουτήξει σε καινούργια νερά. Αυτή ήταν η σχέση του με τη θάλασσα, μια σχέση αγάπης και φόβου.

Η Ελένη εκείνο το πρωινό ξύπνησε μαζί του. Ένοιωθε κι εκείνη την ανησυχία του. Στάθηκε δίπλα του στο παράθυρο, έκλεψε δυο γουλιές καφέ από τον δικό του και τον αγκάλιασε σφιχτά.

Το καράβι δεμένο στη προβλήτα με τις μηχανές αναμμένες, περίμενε τους επιβάτες του. Δεν είχε «καιρό» όπως έλεγαν οι ναυτικοί. Ανέβηκε στο κατάστρωμα και παρακολουθούσε τα φορτηγά, φορτωμένα με τρόφιμα και προμήθειες για τους κατοίκους της Σύμης, που προσπαθούσαν να χωρέσουν στο μικρό καράβι.

Η κόρνα ακούστηκε δυνατά και ο θόρυβος από την άγκυρα που εγκατέλειπε τον βυθό δυνατός. Αγάλι αγάλι άφηνε πίσω του το λιμάνι και ανοιγόταν στη θάλασσα.

Νευρικός ο Κοσμάς βολόδερνε στο κατάστρωμα. Στην τσέπη του μπουφάν είχε το βιβλίο που του είχε δώσει η Ελένη για συντροφιά. Πριν γνωρίσει τη μικρή δασκάλα δεν είχε καμία επαφή με τα βιβλία. Δεν του άρεσε να διαβάζει, το θεωρούσε σπατάλη χρόνου. Μα σαν τη γνώρισε και έγιναν ζευγάρι, την έβλεπε συχνά να χάνεται στις σελίδες ενός βιβλίου. Σα να ζήλεψε και της ζήτησε να τον μυήσει σε αυτόν τον κόσμο που κι εκείνη ταξίδευε. Έτσι ανέλαβε το ρόλο της η Ελένη. Το ρόλο της δασκάλας αλλά όχι στα μικρά παιδιά αλλά σε ένα άλλο παιδί, μεγάλο.

Η καρδιά του ηρέμησε μόλις έφτασαν στο λιμάνι της Σύμης. Επιτέλους το ταξίδι τελείωσε. Βέβαια είχε και την επιστροφή αλλά προς το παρόν θα πατούσε στεριά κι εκεί ένοιωθε πιο ασφαλής.

Δεν έχασε καθόλου χρόνο. Πρώτη φορά σε αυτό το μέρος θα δυσκολευόταν να μοιράσει τα γράμματα. Μέχρι να μάθει ποιος είναι ποιος, τα σπίτια, τα στενά σοκάκια, θα του έπαιρνε καιρό. Σκέφτηκε πως η πιο σίγουρη λύση είναι να πάει στο καφενείο, ο καφετζής αν μη τι άλλο γνωρίζει τους πάντες και τα πάντα στο νησί. Αυτός θα τον βοηθούσε στην αρχή μέχρι να εξοικειωθεί.

Έτσι κι έγινε. Μπήκε στο μικρό καφενείο, κάθισε σε μια γωνιά, το τραπέζι ξύλινο του θύμισε το καφενείο του χωριού του. Αν εξαιρέσει τη θάλασσα, το χωριό του είχε πολλές ομοιότητες με το νησί. Τα παλιά πετρόκτιστα σπίτια με τις αυλές, τα στενά δρομάκια και τα διάφορα ζωντανά να κυκλοφορούν ελεύθερα.

Κρατούσε ένα τσίγκινο δίσκο στο χέρι, μέσα του είχε ένα ποτήρι νερό. Ακούμπησε το ποτήρι με το νερό στο τραπέζι και αμέσως έπιασε κουβέντα με τον ξένο που καθόταν.

«είσαι ο νέος ταχυδρόμος;»

«ναι, από σήμερα εγώ θα έρχομαι».

«καλορίζικος. Τι θα πάρεις;»

«έναν ελληνικό, μέτριο»

Ο καφετζής γύρισε στο μικρό του κουζινάκι και έβαλε το μπρίκι στο καμινέτο. Ανακάτευε με τέχνη τον καφέ, ρίχνοντας κλεφτές ματιές στον ξενόφερτο ταχυδρόμο. Συνόδευσε τον καφέ με ένα λουκουμάκι. Έκατσε στο τραπέζι μαζί του, εκείνη την ώρα δεν ήταν γεμάτο το καφενείο έτσι μπορούσε κι αυτός να καθίσει με τον νέο επισκέπτη.

«πρώτη φορά στα μέρη μας;»

«ναι. Πρώτη φορά»

Ο καφετζής γύρω στα εξήντα, μετρίου αναστήματος και λεπτός με ένα παχύ μουστάκι να κρέμεται από τα χείλη του.

«από πού κρατάει η σκούφια σου;»

«γεννήθηκα και μεγάλωσα σε ένα χωριό της Τρίπολης, το χωριό Δάρρα. Τα τελευταία χρόνια ζούσα στην Αθήνα μέχρι τη μετάθεση μου στη Ρόδο.»

«α! Πελοποννήσιος , κάτω από το αυλάκι. Δεν έχω πάει ποτέ σε κείνα τα μέρη. Μέχρι την πρωτεύουσα έχω ταξιδέψει και αυτό για γιατρούς. Εδώ είναι ο τόπος μου και δεν τον αποχωρίζομαι».

«θα με βοηθήσεις με τα ονόματα και τα γράμματα; Φοβάμαι θα τα μπερδέψω στην αρχή. Αυτό που με φοβίζει περισσότερο είναι η συντάξεις που πρέπει να μοιράσω».

«μωρέ μην φοβάσαι, δεν είμαστε πολλοί και θα μας μάθεις. Άλλωστε πόσα γράμματα να έχουμε;»

Μια γυναικεία μορφή έκανε την εμφάνιση της και διατάραξε το λακριντί των δύο αντρών. Κρατούσε στα χέρια της ένα κοφίνι με διάφορα ζαρζαβατικά. Άφησε και την πραμάτεια της πάνω στον πάγκο της κουζίνας και πλησίασε το τραπέζι όπου οι δυο άντρες καθόντουσαν, χαιρέτησε τον καφετζή και με σχεδόν μέσα από τα δόντια της είπε στον Κοσμά: « μήπως έχω γράμμα;»

Ο Κοσμάς αιφνιδιάστηκε, κοίταξε την τσάντα του, εκείνη την καφέ που είχε την αλληλογραφία, απάντησε αρνητικά. Δεν υπήρχε γράμμα για γυναίκα παραλήπτη.

Απογοητευμένη η γυναίκα άφησε πίσω της το μικρό καφενείο και πήρε το δρομάκι το ανηφορικό.

Με τη βοήθεια του καφετζή ο Κοσμάς έκανε τη διανομή της αλληλογραφίας εκείνη τη μέρα. Τελείωσε σχετικά νωρίς και περίμενε στο μικρό λιμάνι να επιβιβαστεί στο πλοίο με το οποίο θα επέστρεφε στη Ρόδο.

Η Ελένη τον περίμενε καρτερικά, μια αγωνία για το πρώτο του ταξίδι στη Σύμη το είχε. Άκουσε την πόρτα του διαμερίσματος να ανοίγει και έτρεξε να προϋπαντήσει τον Κοσμά. Έπεσε στην αγκαλιά του και του έδωσε ένα γλυκό φιλί.

«πώς πήγε η πρώτη μέρα στη Σύμη;»

«ευτυχώς όλα καλά. Και το ταξίδι μια χαρά ήταν. Ευτυχώς…»

Οι μέρες πέρασαν και ήρθε το καλοκαίρι. Ο Κοσμάς συνέχιζε να πηγαίνει στη Σύμη και τώρα πια του άρεσε, είχε γνωριστεί με τους ανθρώπους και το ταξίδι δεν τον ενοχλούσε πια. Κατέβαινε στο λιμάνι, πήγαινε στο καφενείο όπου έπαιρνε τον καφέ του πάντα παρέα με τον καφετζή και συζητούσαν για τα αθλητικά αλλά πού και πού για τα πολιτικά. Μοίραζε τα γράμματα και έπαιρνε τον δρόμο της επιστροφής. Τίποτα δεν άλλαζε, έγινε και αυτό μια συνήθεια.

Ώσπου μια μέρα, μια αναπάντεχη συνάντηση έβγαλε τον Κοσμά από τη συνήθεια του. Συνάντησε εκείνη τη γυναίκα που είχε δει την πρώτη φορά που είχε πάει στη Σύμη. Εκείνη τη γυναίκα τη γυναίκα που τον είχε ρωτήσει αν έχει γράμμα. Από τότε δεν την είχε ξανασυναντήσει. Τον ρώτησε αν έχει γράμμα και αυτή τη φορά. Της έδωσε την ίδια απάντηση με τότε. Η γυναίκα έφυγε αμίλητη, κρατώντας στα χέρια της ένα άδειο κοφίνι.

Ο Κοσμάς πέρασε από το καφενείο. Μια παρέα απολάμβανε το κρασί και το μεζέ, χασκογελούσαν. Τον κάλεσαν να κάτσει μαζί τους. Αρνήθηκε ευγενικά και χώθηκε στην κουζίνα όπου ο καφετζής ετοίμαζε τα μεζεδάκια.

«τη θυμάσαι εκείνη τη γυναίκα που είχα δει την πρώτη φορά που είχα έρθει; Εκείνη με το κοφίνι, λέω»

«α! τη Λενιώ λες. Πώς σου ‘ρθε κι ρωτάς για αυτήν;»

«την συνάντησα και πάλι. Με ρώτησε και αυτή τη φορά αν έχει γράμμα. Τόσο καιρό έρχομαι και γράμμα δεν έχω για αυτή τη γυναίκα. Από ποιόν περιμένει γράμμα;»

«από τον γιο της αλλά είναι μια μεγάλη ιστορία που θα σου την πω μια άλλη φορά»

«δεν είναι κρίμα να περιμένει γράμμα από το γιο της και να μην έρχεται;»

«είναι, σου είπα είναι μια μεγάλη ιστορία. Ο γιος της, ο Οδυσσέας» ο καφετζής κόμπιασε, οι λέξεις δεν έβγαιναν από το στόμα του, ήπιες μονορούφι ένα ποτήρι κρασί και συνέχισε, « είναι χρόνια τώρα που… είχε μπαρκάρει στα καράβια, είκοσι χρονών παλληκάρι, τι να σου λέω τώρα» έκοψε τη συζήτηση και πήγε στην παρέα τους μεζέδες.

Ο Κοσμάς πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Αυτή η τυχαία συνάντηση τον στοίχειωσε. Σε όλο τα ταξίδι είχε στο νου του τη μορφή της γερασμένης γυναίκας. Τον τρόπο που τον κοιτούσε, την αγωνία στα μάτια της. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που του προκάλεσε αυτή την αντίδραση.

Γύρισε στο διαμέρισμα του και στη σύντροφό του. Στο μυαλό του είχε ακόμα την εικόνα της. Καθόταν σιωπηλός μπροστά στη τηλεόραση. Η Ελένη είχε βγει με τις φίλες της μια βόλτα. Προσπαθούσε να καταλάβει. Γιατί ο γιος της δεν της έγραφε; Τι ήταν εκείνο που δεν του είπε ο καφετζής;

Έβγαλε από το συρτάρι στο σαλόνι μια κόλα χαρτί και ξεκίνησε να γράφει:

«μητέρα γεια σου!

Είμαι καλά. Συχώρα με που τόσον καιρό δεν σου έχω γράψει αλλά βλέπεις οι δουλειές στο καράβι πολλές και ο χρόνος λιγοστός. Εύχομαι να είσαι καλά. Ελπίζω σύντομα να σε δω.

Με αγάπη ο γιος σου

Οδυσσέας».

Δίπλωσε το χαρτί και το έβαλε σε ένα φάκελο. Θα έπαιρνε από το ταχυδρομείο ένα γραμματόσημο εξωτερικού, θα έβαζε και μια σφραγίδα και θα της το έδινε.

Έφτασε η μέρα που θα πήγαινε στη Σύμη. Πήρε το πρώτο καράβι. Κατέβηκε και σχεδόν τρέχοντας πήγε στο καφενείο.

«καλημέρα»

«καλώς τον ταχυδρόμο μας»

«Θέλω να μου πεις που μένει η Λενιώ»

Ο καφετζής τον κοίταξε με απορία, « τι τη θες τη Λενιώ;»

«θα σου εξηγήσω μια άλλη φορά»

«θα πάρεις αυτό το ανηφορικό δρομάκι, όλο ευθεία, στο τέλος του δρόμου θα δεις ένα σπίτι πέτρινο, σχεδόν εγκαταλειμμένο. Αυτό είναι το σπίτι της Λενιώς»

Περπάτησε αρκετά, ο ανήφορος τον δυσκόλευε και ο καυτός ήλιος του Ιουλίου τον έκανε να μουσκέψει από ιδρώτα. Επιτέλους έφτασε. Στην αυλή η γριά γυναίκα τσάπιζε τον κήπο. Της φώναξε, «Κυρά Λενιώ, ο ταχυδρόμος είμαι, σου έφερα γράμμα». Τον πλησίασε, τον κοίταξε στα μάτια, ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της, άρπαξε το γράμμα με τα λερωμένα χέρια της και χάθηκε μέσα στο σπίτι.

Ο Κοσμάς συνέχισε τη δουλειά του. Τώρα ήταν χαρούμενος. Είδε την αντίδραση της γυναίκας και χάρηκε. Επέστρεψε όπως κάθε φορά στη Ρόδο.

Αυτή η πράξη του, τον έκανε πιο χαμογελαστό, σαν να εκπλήρωνε κάτι δικό του Συνέχισε να γράφει γράμματα για τη Λενιώ. Σε κάθε επίσκεψη, της πήγαινε κι ένα. Πάντα με το ίδιο, σχεδόν, κείμενο, « μητέρα είμαι καλά, σε σκέφτομαι. Να προσέχεις. Σε αγαπώ. Ο Γιος σου Οδυσσέας».

Η Λενιώ, κάθε φορά που ο Κοσμάς της έδινε το γράμμα, το έπαιρνε και έτρεχε με όση δύναμη διέθετε, μέσα στο σπίτι.

Την τελευταία φορά του έδωσε ένα τριαντάφυλλο από τον κήπο της.

Ο Σεπτέμβρης έκανε την εμφάνισή του με ένα απαλό αεράκι. Το φθινόπωρο θα διαδεχόταν το καλοκαίρι. Ο Κοσμάς για ακόμη μια φορά έκανε τη διαδρομή για τη Σύμη. Μόνο που εκείνη η μέρα δεν ήταν από τις συνηθισμένες. Είχε κάτι που την έκανε να διαφέρει. Πήγε όπως έκανε πάντα στο καφενείο. Αυτή τη φορά ο καφετζής δεν το περίμενε χαμογελαστός. Τα μάτια του βουρκωμένα και τα χείλη του σφαλιστά.

«τι έχεις; Τι έγινε;» τον ρώτησε με αγωνία. Πρώτη φορά τον έβλεπε σε αυτή την κατάσταση.

«πέθανε η Λενιώ» του απάντησε. Η φωνή έβγαινε με δυσκολία από το στόμα του και τα μάτια του βρεγμένα κοιτούσαν το πάτωμα.

«πώς ;» Ο Κοσμάς με έκδηλη απορία, ήθελε να μάθει λεπτομέρειες. Μολονότι με τη Λενιώ δεν γνωριζόταν αρκετό καιρό, ένοιωθε πως κάτι μυστήριο το έδενε μαζί της.

«πήγε να βρει τον γιο της»

«που να τον βρει;» ο Κοσμάς δεν μπορούσε να καταλάβει.

«είχα πει πως μια μέρα θα σου πω την ιστορία, νομίζω πως τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή».

Έψησε έναν καφέ και κάθισαν στο γωνιακό τραπέζι. Ο καφετζής ξεκίνησε την αφήγηση.

«πριν από χρόνια ο γιος της ο Οδυσσέας, μπάρκαρε στα καράβια. Ο πατέρας του είχε πεθάνει και δεν τα έβγαζαν πέρα. Λοιπόν μπάρκαρε ο μικρός σε ένα γκαζάδικο, λοστρόμος, έκανε ταξίδια πολλά και έστελνε λεφτά στη Λενιώ. Μια μέρα, το καράβι βρισκόταν στον Ειρηνικό, τους πιάνει μια θαλασσοταραχή και το γκαζάδικο βυθίζεται. Ο Οδυσσέας δεν τα κατάφερε, πνίγηκε. Η σωρός του δεν βρέθηκε ποτέ. Από τότε η Λενιώ ήταν όπως την γνώρισες.»

«μα αφού ο γιος της είχε πεθάνει από ποιόν περίμενε γράμμα;»

«δεν μπορούσε να το πιστέψει, για αυτό σε ρώταγε, σαν να περίμενε κάποιο νέο από το μοναχοπαίδι της, ήξερε πως δεν πρόκειται ποτέ να λάβει»

«και τα γράμματα που της έδινα εγώ; Γιατί δεν μου είπε ποτέ τίποτα;»

«μια μέρα, πέρασε από το καφενείο να φέρει τομάτες. Κρατούσε στα χέρια της το γράμμα σου. Μου το έδειξε. Τι ρώτησα γιατί δεν σου λέει την αλήθεια και μου απάντησε ότι εσύ είχες ανάγκη να το κάνεις, να γράψεις στη δική σου μητέρα, να της πεις αυτά που στη Λενιώ έγραφες. Για αυτό δεν σου είπε ποτέ την αλήθεια»

Ο Κοσμάς προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει αυτά που άκουγε. Μια νοσταλγία τον έπιασε. Η καμπάνα χτυπούσε λυπητερά. Μετά από λίγο πέρασε από μπροστά τους η νεκροφόρα. Σηκώθηκαν και ακολούθησαν την πομπή. Το τελευταίο αντίο στη Λενιώ.

Εκείνη η μέρα δεν ήταν συνηθισμένη ήταν μια μέρα αλλιώτικη…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου