Σάββατο 7 Ιανουαρίου 2017

Βαγγέλης Αποστολόπουλος

Στη μνήμη του πατέρα μου που «έφυγε» σαν σήμερα. Σ' αγαπάω «μεγάλε» και μου λείπεις...
Σάββατο εφτά Γενάρη 2012. Πέρασαν ήδη 4 χρόνια. Σαν τώρα μου έδωσες το τελευταίο σου φιλί για να πάω στο γραφείο. Πρώτη φορά, στα δυο χρόνια εργασίας, που έκανα βραδινή βάρδια.

Το μεσημέρι κέρασες ουζάκια τους φίλους σου, που έβλεπες πάντα όταν ερχόσουν Αθήνα, στη «Μουριά» -το κλασσικό και αγαπημένο σας καφενείο στην Αθήνα- και μετά ήρθες στο σπίτι για να φάμε παρέα. Ήσουν χαρούμενος που επιτέλους μετά από τόσα χρόνια δούλευα και πληρωνόμουνα κανονικά. Ανοίξαμε και ένα μπουκάλι κρασάκι για να γιορτάσουμε την πρώτη επιταγή που εξαργύρωσα εκείνο το πρωί, μετά τον πρώτο μήνα μου στο καινούριο γραφείο...

Τέτοια ώρα ήταν όταν σε είδα τελευταία φορά όρθιο. Ήμασταν μαζί μέχρι τις 4 το μεσημέρι, όταν και έφυγα από το σπίτι που είχα νοικιάσει εν μέσω κρίσης για 400 ευρώ το μήνα (μόνος σε ένα σπίτι με 4 δωμάτια για να έρχεστε και να είμαστε όλοι μαζί μια με 2 φορές το χρόνο -Χριστούγεννα και Πάσχα- «αλλά είχε την φανταστική θέα στον Λυκαβηττό και το τεράστιο μπαλκόνι» η δικαιολογία που σας έλεγα). Κατέβηκα να προλάβω το λεωφορείο και να είμαι στο γραφείο στις 5.

Στις 19.35 μίλησες στο τηλέφωνο με τον φίλο σου τον Δημήτρη. Από τις 20.05 δεν απαντούσες στις κλήσεις της μαμάς και της Νέλιας, που είχαν ανέβει Θεσσαλονίκη την προηγούμενη μέρα...

Από τις 7 μέχρι τις 9 το βράδυ ήταν που τρέλανα τα παιδιά στο γραφείο να ακούμε συνέχεια και στο τέρμα, ένα τραγούδι από τις «μέλισσες». Το «σαν σκιά», που οι στίχοι του ακόμα με στοιχειώνουν. Πρώτη φορά που άκουγα «μοντέρνο» ελληνικό συγκρότημα. Δεν έχω ακούσει μουσική από τότε.

Στις 2 το ξημέρωμα τελειώσαμε τη δουλειά στο γραφείο και πήγαμε να περιμέναμε στη στάση το λεωφορείο για να επιστρέψουμε στα σπίτια μας, εγώ με τη Χαρά που είχαμε μαζί βάρδια στο ενημερωτικό site που δουλεύαμε τότε.

...Μέσα στη νύχτα και στη καρδιά του χειμώνα, αηδόνια κελαηδούσαν! Δεν είπαμε τίποτα ο ένας στον άλλο. Κρατήσαμε και την αναπνοή μας για να ακούμε τη μελωδία. Μια εβδομάδα μετά «έφυγε» και της Χαράς ο μπαμπάς...

Όταν γύρισα στο σπίτι η ώρα είχε ήδη περάσει τις τρεις. Ήρθα να σε δω στο δωμάτιό σου. Το φως από το πορτατίφ αναμμένο δίπλα σου κι εσύ με το Ριζοσπάστη στο χέρι να «κοιμάσαι». Το πρόσωπό σου γαλήνιο. Σε μια ηρεμία που τα τελευταία χρόνια μόνο στον ύπνο έβρισκες. Όλες σου οι φωτογραφίες στο ίδιο βλοσυρό ύφος. «Χαμογέλα» σου λέγαμε. Δεν ήταν πολιτικό το θέμα που διάβαζες, αλλά ένα άρθρο για την αγαπημένη θάλασσα. «Η επιστροφή των μεδουσών» ήταν ο τίτλος.

Χαμογέλασα ανεπαίσθητα στη σκέψη πως αποκοιμήθηκες καθώς με περίμενες να γυρίσω και βέβαια δεν τόλμησα να σβήσω το πορτατίφ. Πάντα ξυπνούσες όταν, ενώ κοιμόσουν, ερχόμασταν να σου κλείσουμε το φως και μας «μάλωνες» επειδή σε ξυπνήσαμε!

Έστειλα μήνυμα στην Κατερίνα: «ο μπαμπάς μου μάλλον αύριο θα φύγει»...

Πρώτη φορά μετά από τέσσερα χρόνια άνοιξα σήμερα τη ντουλάπα μου να βρω τον Ριζοσπάστη στη σελίδα που κρατούσες. Διπλωμένη μέσα στην εφημερίδα βρήκα και την «Κυριακάτικη Αυγή» της 29ης Γενάρη του '12 που έχει δημοσιευμένη την «Αποστολή εξετελέσθη» της μαμάς.

Σ' αγαπάω «μεγάλε» και μου λείπεις...
7 Ιανουαρίου 2016 ·
16:38μ.μ. Αθήνα · 

Το σεντόνι

Κάποια υφαίνει για μας
ένα λευκό σεντόνι.
Κι από την πρώτη μέρα 
αρχίζουμε επάνω του να ζωγραφίζουμε
αγαπημένα πρόσωπα άδεια σπίτια 
ποτάμια θάλασσες δάση ουρανό
κι ότι άλλο βλέπουμε.
Ζωγραφίζουμε -αυτή υφαίνει-
κι όλο απλώνουμε το σεντόνι 
πάνω στα πράγματα
τα ζωγραφισμένα.
Μένει στο τέλος ένα μικρό κομμάτι
που πάνω σ' αυτό κανείς ποτέ δεν πρόλαβε 
τίποτα να ζωγραφίσει.
Είναι αυτό που μας τυλίγουνε.

Βαγγέλης Αποστολόπουλος
1946 - 2012
Από την ποιητική συλλογή «Μικρές Αλεξάνδρειες» Αχαϊκές Εκδόσεις


Αποστολή εξετελέσθη

Εις μνήμην του άντρα μου
Βαγγέλη Αποστολόπουλου

Τραπεζικοί και τα τσιράκια τους
τηλέφωνα κουδούνιζαν
Κάθετες εφορμήσεις συνέχεια
Ο ήχος βάναυσος
Μην καθυστερείτε
Τακτοποιείστε τις εκκρεμότητές σας
ακόμη και στον ύπνο σας
Μην κοιμάστε
Κοιμάστε;
Πώς ησυχάσατε για σήμερα
Σπεύσατε στην Τράπεζα
διά υπόθεσίν σας
Τολμάτε να τρώτε
Φακές; Ούτε αυτές
Πρώτα στην Τράπεζα
Και η σκέψη σας δική μας
......

Απεβίωσε
Μόλις τα καταφέρατε
τσιράκια
Από τα σύννεφα σας χαιρετά
Στυμφαλίδες όρνιθες
τραπεζικοί τσιράκια
Χτυπάτε και φεύγετε
αφού τα πάρετε όλα
ακόμα και τη ζωή
ακόμα και τα όνειρα
Κατά τα άλλα
συνεχίζει να κυλά η Νέδα
οι ελιές ασημίζουν τις πλαγιές
Τα φοινικόδεντρα αργοσαλεύουν
τα κλαριά τους
Η θάλασσα γλυκά λικνίζεται
κι ο ήλιος ξεψυχά ρόδινος
στα νερά της
Τα ζάρια χτυπάν στο τάβλι
οι φίλοι γκρινιάζουν
Ο καπνός στο βάθος· η θυσία
ολοκληρώθηκε
και το σώμα σφραγισμένο
στα μάρμαρα
Ο Λαπίθας αντίκρυ
και τα μάτια σου λαίμαργα
θα προσπαθούν να διαπεράσουν
τα σκοτάδια

17-01-12
Μαρία Καρδάτου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου