Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2017

Η πολύνεκρη ιστορία πίσω από τη βόμβα στο Κορδελιό

Ποιοι και πότε την έριξαν - Η βόμβα αποκαλύπτει φονικούς συμμαχικούς βομβαρδισμούς
Τη βόμβα που βρέθηκε στο Κορδελιό χωρίς να έχει εκραγεί και εξουδετερώθηκε σήμερα από τον στρατό, δεν την έριξαν οι γερμανοί ή οι ιταλοί στη διάρκεια της κατοχής, αλλά οι συμμαχικές δυνάμεις που επιχειρούσαν εναντίον τους. Πριν από 74 χρόνια η συγκεκριμένη βόμβα δεν σκόρπισε θάνατο, σαν τις πάμπολλες που έχουν καταγραφεί στη μνήμη και τη βιβλιογραφία, αλλά όχι και στην «επίσημη ιστορία» μας.

Την περίοδο της γερμανικής Κατοχής η περιοχή όπου ανακαλύφθηκε η βόμβα υπέστη βομβαρδισμούς.  Ένας από αυτούς πραγματοποιήθηκε τη νύχτα της 5ης Δεκεμβρίου 1943 στους οικισμούς τού (Νέου) Χαρμάνκιοϊ και του Ν. Κορδελιού όπου οι ζημιές ήταν πολλές (ονομαστική κατάσταση με 170 πληγείσες οικογένειες, περίπου 570 άτομα, 21.12.1943, Αρχείο Δήμου Κορδελιού-Ευόσμου).

Αντίθετα, στον Ν. Κουκλουτζά η βόμβα κατέστρεψε την οικία του Αναστασίου Λαλέ, τραυματίζοντας σοβαρά τη σύζυγό του. Όλη η περιουσία του καταστράφηκε, σώθηκαν όμως ο ίδιος και ο γιος του.  (Αρχείο Δήμου Κορδελιού-Ευόσμου, επιστολές 6 και 12.12.1943).

Συχνότατες όμως ήταν, με βάση τις πηγές, οι αεροπορικές συμμαχικές επιδρομές με αμερικάνικα βαρέα βομβαρδιστικά τύπου B-24, με στόχους τις σιδηροδρομικές γραμμές, τον Σταθμό και την περίφημη Στρατιωτική Στάση (σημερινό Μουσείο Σιδηροδρόμων Θεσσαλονίκης στην περιοχή του Ελευθερίου-Διαλογής), είτε κατά τη διάρκεια της μέρας είτε τις νυχτερινές ώρες, τον Σεπτέμβριο του 1944.

Συγκλονιστική είναι η περιγραφή του γεννημένου το 1931 Γιώργου (Γιωργούλη) Γερασίμου («Εν Κάτω Χαρμάνκιοϊ - Στα χρόνια της παράγκας και της Κατοχής», Θεσσαλονίκη 2008) κατοίκου του Ελευθερίου, όταν αναφέρεται στο βομβαρδισμό της 17ης Σεπτεμβρίου 1944.

Ο νυχτερινός βομβαρδισμός σύμφωνα με τις αναμνήσεις του Γιώργου (Γιωργούλη) Γερασίμου είχε γίνει στις 14 Σεπτεμβρίου 1944.

«Ο πόλεμος τραβούσε προς το τέλος του. Είχαμε δει πολλά, είχαμε τραβήξει πολλά… Όμως εκείνη η μέρα που θα μείνει βαθιά χαραγμένη στη μνήμη μας, ήταν η 17 Σεπτεμβρίου του 1944. Ήταν η χειρότερη μέρα για μας και όχι μόνον. Δεν ξέρω γιατί, οι σύμμαχοί μας, Αμερικάνοι κι Ευρωπαίοι, τη διάλεξαν για να μας σταυρώσουν! Και πραγματικά ήταν η πιο οδυνηρή και άγρια μέρα της Κατοχής.

Όπως κάθε μέρα, ξαμοληθήκαμε στο Σταθμό, δηλαδή στη Στρατιωτική Στάση για το συσσίτιο, για τα υπόλοιπα δηλαδή από τα γερμανικά μαγειρεία, αν βέβαια περίσσευε κάτι, κι αν όχι τα αποφάγια από τις καραβάνες των Γερμανών στρατιωτών…

…Η ώρα ήταν 12 παρά, όταν, δεν μπορώ να εξηγήσω για ποιο λόγο, θέλησα να φύγω. Ίσως επειδή τρεις μέρες νωρίτερα, στις 14 του Σεπτέμβρη του 1944, είχε προηγηθεί νυχτερινός βομβαρδισμός και, βλέποντας τη γύρω μου καταστροφή, φοβήθηκα.

Λέω στον Παναγιώτη (Τσορλιανό) και τη Σοφία (Γούναρη), λίγο μικρότερούς μου, την απόφασή μου. Εκείνοι μου απάντησαν αρνητικά, ότι δηλαδή έπρεπε οπωσδήποτε να πάρουν φαγητό. Έτσι έφυγα μόνος μου. Μετά όμως τη δική μου αποχώρηση, κι οι φίλοι μου μπήκαν σε ανησυχία και ξεκίνησαν κι εκείνοι για τα σπίτια τους. Σε λίγο μάλιστα με πρόφτασαν.

Περνώντας τη Μοναστηρίου και φτάνοντας στο μικρό ρέμα που κατέβαινε από το Κορδελιό, ακούω τη σειρήνα του συναγερμού. Στο μεταξύ άρχισε ν’ ακούγεται ο βόμβος των αεροπλάνων. Σύντομα, τεράστια αμερικανικά βομβαρδιστικά, ιπτάμενα φρούρια έκαναν την εμφάνισή τους.

Αμέσως έπεσα στο χαντάκι και φωνάζω στους φίλους μου, που στο μεταξύ με είχαν πλησιάσει, να πέσουν κι εκείνοι μαζί μου στο ρέμα. Η Σοφία με άκουσε, όχι όμως κι ο Παναγιώτης. Προφανώς θέλησε να πάει σπίτι του για σιγουριά. Του ξαναφώναξα, αλλά μάταια. Το πιο πιθανό, να μη με άκουσε από το βόμβο των αεροπλάνων και τον ορυμαγδό των αντιαεροπορικών και των βομβών που έπεφταν ολόγυρά μας.

Σε ακτίνα 150 μέτρων από το σημείο που λουφάξαμε εγώ και η Σοφία και ο Στέφανος Στεφανίδης, έπεσαν τουλάχιστον 30 βόμβες, από 300 έως 800 κιλά καθεμιά τους. Πάνω από 80 αεροπλάνα σε δύο κύματα, επί 20 περίπου λεπτά, που φάνηκαν αιώνας, σκορπούσαν γύρω το θάνατο και την καταστροφή.

Όταν τέλειωσε η κόλαση αυτή, σηκώθηκα κλαίγοντας και προσπάθησα να συνειδητοποιήσω τι συνέβαινε. Αντιλήφθηκα ότι είχα αίματα στο κεφάλι, από σβόλους που έπεσαν σκάζοντας οι βόμβες. Τα τραύματα ήταν ευτυχώς ελαφρά. Έβρεξα το πρόσωπό μου με κάτι βρομόνερα που ήταν στο χαντάκι. Τότε άκουσα τη Σοφία που έκλαιγε κι εκείνη. Είχε χτυπηθεί στο στήθος και αιμορραγούσε, ήταν όμως ζωντανή.

Κοίταξα γύρω μου έξω από το χαντάκι που βρισκόμουν και, όσο επέτρεπαν οι σκόνες και οι καπνοί, είδα 7 ανθρώπους σκοτωμένους: ήταν 5 Γερμανοί στρατιώτες και 2 πολίτες, άγνωστοί μου. Αμέσως θυμήθηκα το φίλο μου τον Παναγιώτη.

Πίσω από μεγάλους σβόλους χωμάτων, μπορεί να ’ταν πάνω από 50 οκάδες ο καθένας, μαυρισμένο και ξεροκαμένο, τον είδα πεσμένο στο δεξί πλευρό του, ακίνητο τελείως. Έσκυψα και τον κοίταξα καλά για να βεβαιωθώ. Ήταν εκείνος…είχε χτυπηθεί στην αριστερή πλευρά.

Είχαν σκοτώσει τον φίλο μου τον Παναγιώτη. Ήταν συνάμα το πρώτο παιδί που έβλεπα νεκρό, σκοτωμένο από βόμβες. Είχε πληρώσει με τη ζωή του τη βαρβαρότητα του φασισμού και των γερακιών του πολέμου. Παρέδωσε την ψυχή του στο Θεό και ήταν μόνο 10 χρονών ο Παναγιώτης Τσορλιανός!»

Όπως αναφέρει ο Κυριάκος Στ. Χατζηκυριακίδης, Δρ. Ιστορίας Α.Π.Θ. οι κάτοικοι του (Κάτω/Νέου) Χαρμάνκιοϊ, θύματα του βομβαρδισμού τής 17ης Σεπτεμβρίου 1944 (Αναμνήσεις Γεωργούλη Γερασίμου) ήταν οι:

Αλέκος Κεσίσογλου (27 ετών), Δημήτριος Καραχάλιος (28 ετών), Νικόλαος Καραβοκύρης (60 ετών), Παναγιώτης Τσορλιανός (10 ετών), σύζυγος Γεωργίου Μπάνη (30 ετών), Βασίλης Ασλανίδης (75 ετών), Όλγα Βασιλειάδου (40 ετών), Ανθή Ζαζοπούλου, Δημήτριος Κουρλίτης, ζεύγος ηλικιωμένων αρμενικής καταγωγής κ.ά.

Έχει ακόμη ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τα Πρακτικά της Κοινότητας Ν. Κορδελιού και προφορικές μαρτυρίες, στη διάρκεια της συμμαχικής επιδρομής στις 24.09.1944, από τα αντιαεροπορικά πυρά των Γερμανών καταρρίφθηκε συμμαχικό αεροπλάνο, το οποίο κατέπεσε κοντά στα σημερινά Κοιμητήρια Ευόσμου (περιοχή μεταξύ τής εσωτερικής Περιφερειακής οδού και της Εγνατίας οδού).

Οι 8 νεκροί Αμερικανοί αεροπόροι τάφηκαν από τους κατοίκους του Ν. Κουκλουτζά (μετέπειτα Ευόσμου), ενώ μετά την απελευθέρωση έγινε με τιμές η εκταφή και η μεταφορά τους στην πατρίδα τους.

Στις αρχές Ιανουαρίου του 1946 η Κοινότητα ψήφισε πίστωση για την πληρωμή των εργατικών και τεχνικών ημερομισθίων με σκοπό την περίφραξη του κενοταφίου των 8 αεροπόρων, ενώ τα υπόλοιπα απαραίτητα υλικά χορηγήθηκαν από το Αμερικανικό Προξενείο της Θεσσαλονίκης (Κοινοτικά Πρακτικά, απόφ. υπ’ αριθ. 9/ 07.01.1946).

Ακόμα ένα φρικαλέο λάθος έκαναν το βράδυ της 5ης Δεκεμβρίου 1943, τα εγγλέζικα - συμμαχικά αεροπλάνα και είχε ως επίπτωση περί τους 500 νεκρούς, και μια σειρά από ογκώδεις βομβιστικούς μηχανισμούς που... «διασώζονται» μέχρι σήμερα.

Από το 1943 άρχισαν τα εγγλέζικα αεροπλάνα να βομβαρδίζουν τις γερμανικές εγκαταστάσεις στο λιμάνι και στον σιδηροδρομικό σταθμό της Θεσσαλονίκης.

Διαβάζουμε από τον Γιώργο Ιωάννου («Η πρωτεύουσα των προσφύγων» - «Κατοχικό Ημερολογίο»):

«...Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου 1943. Ο καιρός είναι καλός. Έφαγα μπιζέλια νερόβραστα. Χθες το βράδυ ενώ η ωχρά σελήνη εφώτιζε τα πάντα και ήταν πραγματικώς μαγευτική η βραδιά αντήχησαν αι τρομεραί σειρήναι. Εγώ δεν εσηκώθηκα ποσώς. Σχεδόν μαζί με τας σειρήνας ήρχισαν να πίπτουν βροχηδόν αντιαεροπορικά παντός διαμετρήματος, ως και πολυβόλα, διότι τα αεροπλάνα ήταν πολύ χαμηλά. Αλλά μετ' ολίγον έλαμψε ο τόπος και τρομεροί κρότοι σαν εκρήξεις βομβών ηκούοντο επί ένα τέταρτον. Εμείς και όλος ο κόσμος βέβαια ετρομοκρατήθημεν. Τα παράθυρα έτριζον απειλητικώς, αι θύραι ήνοιγον μόναι των και ολόκληρον το οικοδόμημα εσείετο εκ θεμελίων […]. Περί ώραν 11-12 ηκούσθησαν και πάλιν αι σειρήναι, τίποτα όμως περισσότερο. Την πρωίαν έμαθα ότι βομβάρδισαν την Νεάπολη, Συκιές, Βάρνα. 'Απαντες συνοικισμοί. Περί τους πεντακοσίους ανέρχονται οι νεκροί. Το απόγευμα επεσκέφθην την πληγείσαν περιοχήν της Βάρνας. Οι φονιάδες γκρέμισαν τις παράγκες και σκότωσαν τον κόσμο στα κρεβάτια τους. Σχεδόν τα θύματα τα είχαν μαζέψει. Εγώ είδα δύο νεκρούς σκεπασμένους με ένα σεντόνι. Τα ερείπια μαρτυρούν περί της αναισχύντου ατιμίας που διεπράχθη από τους «φίλους» μας!»

Η μικροϊστορία της λογοτεχνίας (και μάλιστα από συγγραφείς «αυτόπτες» και «αυτήκοες») συμπληρώνει εντυπωσιακά την «επίσημη» ιστορία.

Ο λογοτέχνης Περικλής Σφυρίδης (83 ετών σήμερα - μόλις 10 το βράδυ εκείνο που οι Εγγλέζοι «άφησαν» από… λάθος τα συμμαχικά τους «δώρα») αναφέρει:

«Δεκέμβρης του 43 ήταν, βράδυ Κυριακής - το γράφω και στο βιβλίο μου- όταν τα συμμαχικά αεροπλάνα έκαναν ένα φρικαλέο λάθος. Στους προσφυγικούς συνοικισμούς της Βάρνας, της Νεάπολης και του Τόπαλτι (σημερινό Ροδοχώρι) υπήρχαν πολλές παράγκες με σκεπές από λαμαρίνες... Γυάλιζαν οι λαμαρίνες τη νύχτα και τις ανταύγειες από τις σκεπές τις εξέλαβαν οι Εγγλέζοι πιλότοι των βομβαρδιστικών για...θάλασσα , για το λιμάνι και τις επιταγμένες από τους Γερμανούς αποθήκες κι άρχισε ένας ανελέητος βομβαρδισμός ...»

Η καθηγήτρια της Νεοελληνικής Φιλολογίας του ΑΠΘ Σωτηρία Σταυρακοπούλου, στη μελέτη της «Η γερμανική κατοχή σε πεζογράφους της Θεσσαλονίκης» αναρωτιέται:

«Γεννιέται το ερώτημα πώς τα παράθυρα έτριζον απειλητικώς, αι θύραι ήνοιγον μόναι των και ολόκληρον το οικοδόμημα εσείετο εκ θεμελίων, αφού οι συνοικισμοί Βάρνας, Νεάπολης και Συκεών βρίσκονται πολύ μακριά από το κέντρο της πόλης, όπου διέμενε τότε η οικογένεια του συγγραφέα Γ.Ιωάννου»

Από το κεφάλαιο του «Ψυχή μπλε και κόκκινη» του Περικλή Σφυρίδη, που αναφέρεται στον βομβαρδισμό αυτόν, διαβάζουμε πως όταν άρχισαν να φωνάζουν οι σειρήνες, η οικογένεια Σφυρίδη δεν ανησύχησε, διότι, όπως μας πληροφορεί ο συγγραφέας, αυτό γινόταν συχνά. Θεωρούσαν τους Εγγλέζους δικούς τους ανθρώπους, συμμάχους, που ήξεραν πού χτυπούσαν. Γράφει:

...«Παρατηρούμε ότι αυτό συνέβη όταν μετ' ολίγον έλαμψεν ο τόπος».  «Θα τους αλλάξουνε τα φώτα», είπε ο πατέρας, «θα ρημάξουν τα τρένα και το λιμάνι», κι είχε η φωνή του μια δόση χαράς ή θριάμβου.

Μόλις όμως άρχισαν να πέφτουν οι βόμβες δίπλα τους, όλα τα μέλη της οικογένειας, αλλόφρονα, έτρεξαν να φύγουν από το σπίτι, να προφυλαχτούν όπου μπορούσαν. Ο πατέρας του Σφυρίδη πήρε τη σύζυγό του και τον μικρό Περικλή και έτρεξαν σε παρακείμενο εγκαταλειμμένο παλαιό καταφύγιο:

«Αυτό το πανδαιμόνιο θα κράτησε κάνα εικοσάλεπτο, όταν ένα αεροπλάνο, σφυρίζοντας πάνω από τα κεφάλια μας, έριξε μια υπέρλαμπρη φωτοβολίδα που έκανε τη νύχτα μέρα, κι αμέσως, ως δια μαγείας, σταμάτησε ο βομβαρδισμός κι απομακρύνθηκαν τα συμμαχικά αεροπλάνα αφήνοντας πίσω τους κόλαση. Εύκολα συμπεραίνει κανείς ότι η φωτοβολίδα βοήθησε τους πιλότους να αντιληφθούν το λάθος τους και να συνεχίσουν τον βομβαρδισμό στο λιμάνι, που βρίσκεται κοντά στο κέντρο της πόλης». Ο Ιωάννου, επομένως, περιγράφει τη συνέχεια του βομβαρδισμού μετά το «λάθος» στις Συκιές, Βάρνα και Νεάπολη:

«Το πρωί ξυπνήσαμε νωρίς από τα κλάματα, το θρήνο μιας ολόκληρης γειτονιάς. "Ευτυχώς που οι Πόντιοι έλειπαν", είπε ο πατέρας και αναφερόταν στους γείτονές μας, όπου το καταφύγιο στην αυλή και η βόμβα που έσκασε σύρριζα στο σπίτι τους και μας γέμισε λάσπη και σουβάδες. "Είχαν γάμο κι ύστερα τραπέζι σε ταβέρνα στις Συκιές", τον πληροφόρησε η μάνα, αλλά σε λίγο ακούστηκαν σπαραχτικές φωνές από τα απέναντι σπίτια των Ποντίων, γιατί μια οβίδα έσκασε πάνω στη συγκεκριμένη ταβέρνα όπου γλεντούσαν κι έπεσε η πλάκα, η οροφή, και σκότωσε πολλούς, τους περισσότερους από τους θαμώνες, μαζί με τη νύφη και το γαμπρό. Ανάμεσα στα θύματα ήταν κι η Σεβαστή με την αδελφή της Ανθούλα, δυο ψηλές και γεμάτες κοπέλες, που όταν ήμουν μικρός, αλλά και αργότερα, με έπαιρναν συχνά αγκαλιά στα αφράτα τους μπράτσα. Είχε σωθεί μόνο ο αδελφός τους ο Αντρέας, που μαζί με άλλους προσπαθούσαν όλη νύχτα, με κασμάδες και φτυάρια, να ξεθάψουν τους πλακωμένους.

Όταν έφεραν τα κορίτσια στο σπίτι πάνω σ' ένα κάρο, ο Αντρέας δεν ξεκολλούσε από πάνω τους, έκλαιγε, χτυπιόταν και καταριόταν τους Εγγλέζους, αυτός που μισούσε τους Γερμανούς και ξέραμε ότι ήταν οργανωμένος και τους πολεμούσε. Οι γονείς τους γέρασαν ξαφνικά μεμιάς, δυο χούφταλα που μαράθηκαν πάνω σε δυο σκαμνιά, δίπλα στα φέρετρα που εν τω μεταξύ κάποιοι είχαν φέρει, και έκρυβαν το πρόσωπό τους με τα χέρια κι άλλοτε τραβούσαν τα μαλλιά τους. Οι δικοί μου όλοι είχαν αμέσως τρέξει στο σπίτι της Σεβαστής και της Ανθούλας για να συμπαρασταθούν στους επιζήσαντες. Έτσι βρήκα εγώ την ευκαιρία να βγω έξω για να δω τι είχε γίνει, τη συμφορά με τα δικά μου μάτια.

Θυμάμαι ότι ήταν ένα πρωινό με ήλιο, έναν ήλιο που δάγκωνε, αφού το κρύο ήταν τσουχτερό και υπήρχαν λίγα χιόνια στις παρυφές του δρόμου. Τράβηξα προς τις Συκιές για να βρω την ταβέρνα που έγινε ομαδικός τάφος. Στην άκρη του δρόμου υπήρχαν κάποια πτώματα, οι νεκροί που δεν τους είχαν ακόμη αναγνωρίσει ή μαζέψει οι δικοί τους.

Μα πιο πολλά, ανατριχιάζω ακόμα και τώρα που το γράφω, ήταν τα σκόρπια μέλη, χέρια και πόδια, αφού οι συγγενείς τους σήκωσαν τα πτώματα, αλλά ήταν νύχτα ή χρόνος χαμένος για να ψάξουν για τα μέλη που έλειπαν. Τη μνήμη μου καίει ακόμα ένα ποδαράκι που φορούσε ένα καινούργιο παιδικό παπούτσι. Παρότι ήμουν συνηθισμένος από νεκρούς, όπως άλλωστε κι όλα τα παιδιά της Κατοχής, που είχαμε δει αρκετούς σκοτωμένους ή πεθαμένους από πείνα, αυτή η μαζική δολοφονία - τι τραγικό, από λάθος!»

(Περικλή Σφυρίδη «Ψυχή μπλέ και κόκκινη» σελ. 93-94 "Βιβλιοπωλείον της Εστίας)

Ο συγγραφέας Περικλής Σφυρίδης συνεχίσει στη διήγηση του:

«Οι νεκροί θάφτηκαν άρον-άρον... Λίγες μέρες μετά τελέστηκε μνημόσυνο τους στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας. Παρέστη μάλιστα και ο Γερμανός διοικητής της πόλης που συλλυπείται -σύμφωνα με τα δημοσιεύματα του τύπου της εποχής τους οικείους των νεκρών και μιλά για..."αχρείους δολοφόνους...". Τόσο θράσος..».

Αναφορές στον «κατα λάθος» βομβαρδισμό της περιοχής κάνει στο μυθιστόρημα «Μεγάλη Πλατεία» και ο Θεσσαλονικιός λογοτέχνης Νίκος Μπακόλας.


Η Θεσσαλονίκη βομβαρδίσθηκε από τους αμερικανούς για παραπλάνηση των Γερμανών πριν την απόβαση στη Σικελία τον Ιούλιο του 1943. Ακόμα ένας αμερικανικός βομβαρδισμός κατά των ναζιφασιστών στην Θεσσαλονίκη καταγράφεται στην «Chicago Τribune» της 26ης Ιούνη 1943, όταν 50 «B-24 Liberator» βομβάρδισαν με πάνω από 125 τόνους βόμβες την ανατολική Θεσσαλονίκη στην περιοχή του αεροδρομίου του Σέδες.

Πάμπολλοι  ήταν κατά την περίοδο της κατοχής οι βομβαρδισμοί της Θεσσαλονίκης, όπου χτυπήθηκαν κυρίως (όπως διαβάζουμε στην σελίδα των 40 εκκλησιών στο Facebook) οι ανατολικές συνοικίες της πόλης, Νέα Κρήνη, Αρετσού, Καλαμαριά, Βυζάντιο, Βότσης, κ.ά., κοντά σε στρατιωτικούς στόχους, όπως το αεροδρόμιο της μικρής Μίκρας και το στρατόπεδο Κόδρα. Εξίσου επλήγησαν η Τούμπα, αλλά και οι βόρειες συνοικίες, η Επτάλοφος, η Νεάπολη, η Ξηροκρήνη και οι Συκιές , λόγω της ύπαρξης του στρατοπέδου Παύλου Μελά και του σιδηροδρομικού σταθμού.

Η Θεσσαλονίκη με την έναρξη του πολέμου, αποτέλεσε βομβαρδιστικό στόχο των Ιταλών καθώς ήταν ένα αστικό, βιομηχανικό κέντρο κοντά στην εμπόλεμη ζώνη και κατείχε κεντρική θέση στις θαλάσσιες και οδικές αρτηρίες της χώρας.

Όπως καταγράφεται σχετικά: «Δευτέρα κηρύχτηκε ο πόλεμος και Παρασκευή έγινε ο πρώτος Βομβαρδισμός».

Την 1η Νοεμβρίου του 1940, μέρα μεσημέρι δέκα Savoia Marchetti SIAI S.M. 79 και δέκα CRDA CANT Z 1007, συνοδευόμενα από εννέα καταδιωκτικά Fiat CR.42 έπληξαν την Θεσσαλονίκη. Επτά ελληνικά P.Z.L. P.24 της 21 Μ.Δ. απογειώθηκαν για να τα αναχαιτίσουν και προξένησαν ζημιές σε ένα ιταλικό βομβαρδιστικό.

Συνολικά οι επιδρομές εναντίον της Θεσσαλονίκης κόστισαν στην Ιταλική αεροπορία 12 αεροσκάφη. Αξίζει να αναφερθεί η κατάρριψη Μητραλέξη ο οποίος την 2η Νοεμβρίου στη διάρκεια αναχαίτισης εχθρικών βομβαρδιστικών, πάνω από το Λαγκάδα, έχοντας ξεμείνει από πυρομαχικά εμβολίζει την ουρά ιταλικού βομβαρδιστικού, με την έλικα του αεροσκάφους του και το καταρρίπτει.....

Πολλά από τα χτυπήματα δεν μπορούσαν να δικαιολογηθούν από την παρουσία στρατιωτικών στόχων. Πολλές φορές χτυπήθηκαν νοσοκομεία ενώ στις 9 Φεβρουαρίου 1941, κατά τη διάρκεια μεγάλης αεροπορικής επιδρομής μια βόμβα έπεσε στη βορειοδυτική γωνιά του Ναού της Αγίας Σοφίας.

Χαρακτηριστική σχετικά με την άνωθεν καταγραφή είναι και η μαρτυρία του ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου:

«Και η σειρήνα» –  – «μπήκε στη ζωή μας. Μόλις την ακούγαμε αφήναμε τις δουλειές μας και τρέχαμε όλοι στο καταφύγιο που ήταν φίσκα γιατί μαζεύονταν όλοι οι κάτοικοι του δρόμου μας (…) Συνήθως ένας συναγερμός κρατούσε είκοσι λεπτά με μισή ώρα (…) Όταν βγήκαμε από το καταφύγιο διαπιστώσαμε ότι είχε βομβαρδιστεί το ίδιο μας το σπίτι! Το συγκλονιστικό είναι ότι μαζί μ’ αυτό βομβαρδίστηκε και η ίδια η Αγία Σοφία. Ίσως οι Ιταλοί είχαν ένα σατανικό σχέδιο: να βομβαρδίσουν τα μνημεία μας. Κι άρχισαν από την Αγία Σοφία και την Παναγία Χαλκέων. Γιατί δεν μπορώ να διανοηθώ τι άλλο ήθελαν να βομβαρδίσουν σε εκείνη την περιοχή (…)»
(Από το βιβλίο «Θεσσαλονίκην ου μ’ εθέσπισεν - Αυτοβιογραφικά κείμενα» εκδόσεις Ιανός)

Σε κάθε επίθεση, σε κάθε άκουσμα της σειρήνας, όλοι έτρεχαν τρομαγμένοι προς όποια κατεύθυνση νόμιζαν ότι μπορούσαν να σωθούν. Κάτοικοι της Ευαγγελίστριας και του Αγίου Παύλου έτρεχαν συχνά προς το λόφο του Σέιχ Σου, όπου, όμως, κινδύνευαν ακόμη περισσότερο. Μέσα στα καταφύγια, τα οποία ήταν ακατάλληλα και ελάχιστα, το αίσθημα φόβου ήταν διάχυτο.
Αυτά ήταν λίγα και ο συνωστισμός μεγάλος.

Σε έναν από τους βομβαρδισμούς του Ιανουαρίου πέθαναν εννέα παιδιά από ασφυξία μέσα στο καταφύγιο, κάτι που επαναλήφθηκε τον Φεβρουάριο. Με τη λήξη του συναγερμού οι άνθρωποι έβγαιναν από τις κρυψώνες τους, για να αναζητήσουν τους δικούς τους μέσα στα ερείπια. Ήταν κωμικοτραγικά τα περιστατικά, όπου κάποιος επέστρεφε από το καταφύγιο στο εξωτερικά ανέπαφο σπίτι του και, ανοίγοντας την πόρτα, αντίκριζε χαλάσματα.

Οι Αθήνα , που δεν βίωσε τους βομβαρδισμούς και δεν είχε θύματα, πανηγύριζε για τις νίκες στο μέτωπο. Αντιθέτως στη Θεσσαλονίκη ο κόσμος επηρεαζόταν αρνητικά από τους βομβαρδισμούς, σε βαθμό που δεν μπορούσαν να χαρούν.

Εκθέσεις του Ερυθρού Σταυρού δείχνουν ότι στη Θεσσαλονίκη ανήκε το 1/3 περίπου των νεκρών και το ½ των τραυματιών από τους Βομβαρδισμούς, που έπληξαν συνολικά όλη τη χώρα, κατά το χειμώνα του 1940 – 1941.

*Στη φωτογραφία του άρθρου απεικονίζεται ένα από τα B-24 να βομβαρδίζει το Κορδελιό τον Σεπτέμβρη του 1943

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου