Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2017

Δημήτρης Μυταράς - Γιάννης Κουνέλλης

«Έφυγαν» μαζί δύο μεγάλοι Έλληνες...
Δημήτρης Μυταράς και Γιάννης Κουνέλλης: Έφυγαν μαζί δύο μεγάλοι Έλληνες...
Η ελληνική τέχνη είναι φτωχότερη  από εχθές καθώς έφυγαν ο Δημήρης Μυταράς και ο Γιάννης Κουνέλλης... Ο Δημήρης Μυταράς ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες μεταπολεμικούς ζωγράφους, με διεθνή καταξίωση και ακαδημαϊκός, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 83 ετών. Ο Γιάννης Κουνέλλης, ο διεθνούς φήμης καλλιτέχνης, με καταλυτική συνεισφορά στο ριζοσπαστικό κίνημα της Arte Povera, πολίτης της Ευρώπης και το κόσμου, πέθανε σε ηλικία 80 ετών, στη Ρώμη όπου ζούσε.

Τα τελευταία χρόνια μια σοβαρότατη νευρολογική διαταραχή (οπτική νευροπάθεια) είχε στερήσει σταδιακά την όρασή του Δημήτρη Μυταρά, ο οποίος ξεκίνησε την πορεία του στον εικαστικό χώρο μέσα από το σχέδιο, για να προχωρήσει αργότερα στην εφαρμογή και την κατάκτηση του χρώματος.

Στα έργα του το σχέδιο δεν είναι απλό δομικό στοιχείο της σύνθεσης, αλλά βασικό μέσο έκφρασης. Αντίστοιχα, το χρώμα χρησιμοποιείται όχι ως μορφοποιό στοιχείο, αλλά ως εκφραστικό του κλίματος και της εσωτερικής ποιότητας του θέματος. 

Διαθέτοντας εξαίρετες σχεδιαστικές ικανότητες και όντας ευαίσθητος δέκτης των μηνυμάτων της πρωτοπορίας, δέχεται γόνιμες επιρροές από τα νεωτερικά ρεύματα και έχει διαμορφώσει προσωπικό και αναγνωρίσιμο εικαστικό ύφος.

Ο Γιάννης Κουνέλλης, καλλιτέχνης μοντέρνος, έζησε ακολουθώντας τους ρυθμούς της εποχής μας, με το έργο του να θέτει συνεχώς ερωτήματα χωρίς να μας δίνει σαφείς απαντήσεις. 

Άσκησε τεράστια επιρροή στη ελληνική και την ευρωπαϊκή ζωγραφική και το όνομά του συγκαταλέγεται ανάμεσα σε αυτά των σημαντικότερων εκπροσώπων των σύγχρονων ρευμάτων στην τέχνη της ζωγραφικής.

Για τις συνθέσεις του μεταχειριζόταν υλικά από τα παλαιοπωλεία, όπως εφημερίδες, σακιά από λινάτσα, παλιά παπούτσια και γυαλιά, παλτό, αλλά και πέτρα, χώμα, σχοινιά, σίδερο, βαμβάκι, κάρβουνο.

Δεν δίστασε να εκθέσει ακόμα και ζωντανά άλογα σε μία από τις εγκαταστάσεις του και μάλιστα, για πρώτη φορά, στα τέλη της δεκαετίας του '60 (το '69 μετέτρεψε την γκαλερί L'Attico της Ρώμης σε στάβλο με άλογα).

Κατάφερε να απεικονίσει την αγωνία του για τον αποδεκατισμό των κοινωνικών σχέσεων, τις εντάσεις και την αποξένωση με τρόπο τολμηρό.

Δημήτρης Μυταράς

Από τους μεγαλύτερους και εξέχοντες Ελληνες μεταπολεμικούς ζωγράφους, εικαστικός με διεθνή καταξίωση, καθηγητής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών (ΑΣΚΤ) και ακαδημαϊκός, ο Δημήτρης Μυταράς έφυγε χθες από τη ζωή σε ηλικία 83 ετών.

Τα τελευταία χρόνια μια σοβαρότατη νευρολογική διαταραχή (οπτική νευροπάθεια) του είχε στερήσει σταδιακά την όρασή του.

Ο Δημήτρης Μυταράς ξεκίνησε την πορεία του στον εικαστικό χώρο μέσα από το σχέδιο, για να προχωρήσει αργότερα στην εφαρμογή και την κατάκτηση του χρώματος.

Στα έργα του το σχέδιο δεν είναι απλό δομικό στοιχείο της σύνθεσης, αλλά βασικό μέσο έκφρασης. Αντίστοιχα, το χρώμα χρησιμοποιείται όχι ως μορφοποιό στοιχείο, αλλά ως εκφραστικό του κλίματος και της εσωτερικής ποιότητας του θέματος. Διαθέτοντας εξαίρετες σχεδιαστικές ικανότητες και όντας ευαίσθητος δέκτης των μηνυμάτων της πρωτοπορίας, δέχεται γόνιμες επιρροές από τα νεωτερικά ρεύματα και έχει διαμορφώσει προσωπικό και αναγνωρίσιμο εικαστικό ύφος.

Άξονες και προσδιοριστικά σημεία του έργου του παραμένουν η ελληνική εικαστική παράδοση, το φυσικό και το αστικό τοπίο, η καθημερινή πραγματικότητα και η επικαιρότητα, το πλήθος και το άτομο, ο άνθρωπος ως συμβατικό πρόσωπο ή ως συγκεκριμένη προσωπικότητα.

Η στροφή του προς τον κριτικό ρεαλισμό με χρήση φωτογραφικών ντοκουμέντων, περιορισμένη χρωματικότητα και πολιτικό περιεχόμενο, ήταν μια χαρακτηριστική φάση πρώιμης ζωγραφικής του, στα χρόνια της δικτατορίας.

Ωστόσο, στη συνέχεια της πορείας του θα κυριαρχούσαν τα εξπρεσιονιστικά στοιχεία και το έντονο χρώμα. Στο μεγαλύτερο μέρος του έργου του τα θέματα είναι ανθρωποκεντρικά και συχνά προσωπογραφικά.

Η αφαιρετική διάθεση, η ελευθερία της γραμμής και οι χρωματικές εντάσεις συνυπάρχουν με την οξύτητα της παρατήρησης, είτε πρόκειται για απεικονίσεις προσώπων είτε άλλων θεμάτων.

Σε όλο του το έργο, η έμφαση στις εικαστικές ποιότητες φανερώνει τη βαθύτερη σχέση του με τις παραδοσιακές αξίες της ζωγραφικής. Η ανθρώπινη μορφή, όπως συλλαμβάνεται σε τυχαία φωτογραφικά στιγμιότυπα ή όπως μεταπλάθεται σε σκηνοθετημένες και επεξεργασμένες από τον καλλιτέχνη θέσεις και συσχετίσεις -συχνά στοιχειοθετείται η αυτοπαρουσίαση του ζωγράφου-, αποτελεί το κύριο θεματολογικό υλικό των συνθέσεών του.

Στις θωπευτικές και αμείλικτες «γυναίκες» του, τις αναστάσιμες, αχερούσιες και υπερβατικές που μεταμορφώνονται σε πετεινά του ουρανού, η αισθητική διαπλέκεται με την ποιητική της εικόνας και την υπέρβαση.

Στις μετουσιωμένες «νεκρές φύσεις» του, στα «Κοχύλια» του και τον ενάλιό τους κόσμο, στις «Μοτοσικλέτες», στα εξαιρετικά τοπία με τις διαδρομές σε λεωφόρους μικρών και μεγάλων αποστάσεων, η ζωγραφική εξακολουθεί να είναι τρόπος στοχασμού, άσκησης και εμβάθυνσης των εκφραστικών του μέσων.

Ο Δημήτρης Μυταράς γεννήθηκε το 1934 στη Χαλκίδα. Σπούδασε ζωγραφική στην ΑΣΚΤ (1953-1957) με δασκάλους τους Σ. Παπαλουκά και Γ. Μόραλη και στη συνέχεια στο Παρίσι (1961-1964) με υποτροφία του ΙΚΥ, σκηνογραφία στην Ecole Nationale des Arts Decoratifs και εσωτερική διακόσμηση στην Ecole des Arts et Metiers με δάσκαλους τους F. Labisse και J. L Barrault.

Η πρώτη του ατομική έκθεση έγινε στην Αθήνα (1961, Ζυγός). Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του και την επιστροφή του στην Αθήνα το 1964, ανέλαβε τη διεύθυνση του Εργαστηρίου Εσωτερικού Χώρου των Σχολών Δοξιάδη. Το 1969 διορίστηκε βοηθός στο Εργαστήριο Ζωγραφικής στην ΑΣΚΤ.

Το 1975 εξελέγη καθηγητής του Α' Εργαστηρίου Ζωγραφικής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών Αθηνών, το 1977 εξελέγη τακτικός καθηγητής, ενώ διετέλεσε πρύτανης της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών το διάστημα 1983-1985.

Ασχολήθηκε με τη σκηνογραφία και την ενδυματολογία στο θέατρο και συνεργάστηκε με σημαντικούς σκηνοθέτες (Δ. Μυράτ, Κ. Κουν, Σ. Ευαγγελάτος, Μ. Βολανάκης, Σ. Καραντινός, Μ. Κουγιουμτζής κ.ά.). Η τελευταία του δουλειά στο θέατρο ήταν ο «Πλούτος» του Θεάτρου Τέχνης (1996).

Το 2008 εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, ενώ μελανό σημείο υπήρξε η διαγραφή του από την Ακαδημία Αθηνών δύο χρόνια αργότερα, λόγω της ασθένειάς του. Το 1999 ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Στεφανόπουλος του απένειμε τον Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικα.

Είχε λάβει πολλές διακρίσεις, μεταξύ των οποίων το Α' Βραβείο στην Πανελλαδική Έκθεση Νέων το 1958 και το 1961. Το 1985 ο Δήμος Χαλκιδέων τού απένειμε το χρυσό μετάλλιο της πόλης της Χαλκίδας.

Υπήρξε παντρεμένος με τη Χαρίκλεια Μυταρά και είχαν έναν γιο, τον Αριστείδη.

Το 1978, ο τότε δήμαρχος Χαλκίδας, Γιάννης Σπανός, έδωσε ώθηση στο όραμα του μεγάλου Έλληνα ζωγράφου Δημήτρη Μυταρά και της συζύγου του Χαρίκλειας να δημιουργήσουν ένα φυτώριο όπου θα «αναπνέει» η τέχνη και θα «μεταγγίζεται» στους νέους ανθρώπους στην πόλη που γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Δημήτρης Μυταράς.

Ο ίδιος ο Δημήτρης Μυταράς δίδασκε στη Σχολή Καλών Τεχνών και λόγω περιορισμένου χρόνου το Εργαστήρι Τέχνης Χαλκίδας, που άνοιξε τις πόρτες του το 1979, το ανέλαβε η σύζυγός του Χαρίκλεια, η ψυχή του Εργαστηρίου.

Τον Φεβρουάριο του 2015 ολοκληρώθηκαν οι εργασίες, η αποκατάσταση και ανάδειξη του παλαιού αλευρόμυλου «Δήμητρα» στο πρώην οικόπεδο του ΑΣΑΧ στη Χαλκίδα, με σκοπό να μετατραπεί σε Μουσείο Δημήτρη Μυταρά.

Το διατηρητέο βιομηχανικό κτίριο της Χαλκίδας θα φιλοξενήσει μετά το πέρας της αποκατάστασής του έκθεση πινάκων και κοχυλιών του Δημήτρη Μυταρά. Ο τελευταίος υπήρξε λάτρης της ομορφιάς του θαλάσσιου βυθού. Την ύμνησε στους πίνακές του, στα ποιήματα που έγραψε αλλά και συλλέγοντας για πολλά χρόνια κοχύλια.

Η συλλογή του περιλαμβάνει πολλές χιλιάδες κοχύλια, όλα σχεδόν τα είδη που βρίσκονται στις ελληνικές θάλασσες και τεράστιο αριθμό ειδών από άλλες περιοχές του πλανήτη.

Γιάννης Κουνέλλης

Ο διεθνούς φήμης καλλιτέχνης Γιάννης Κουνέλλης, με καταλυτική συνεισφορά στο ριζοσπαστικό κίνημα της Arte Povera, πολίτης της Ευρώπης και του κόσμου, πέθανε χθες σε ηλικία 80 ετών, στη Ρώμη όπου ζούσε.

Καλλιτέχνης μοντέρνος, έζησε ακολουθώντας τους ρυθμούς της εποχής μας, με το έργο του να θέτει συνεχώς ερωτήματα χωρίς να μας δίνει σαφείς απαντήσεις. 

Άσκησε τεράστια επιρροή στη ελληνική και την ευρωπαϊκή ζωγραφική και το όνομά του συγκαταλέγεται ανάμεσα σε αυτά των σημαντικότερων εκπροσώπων των σύγχρονων ρευμάτων στην τέχνη της ζωγραφικής.

Για τις συνθέσεις του μεταχειριζόταν υλικά από τα παλαιοπωλεία, όπως εφημερίδες, σακιά από λινάτσα, παλιά παπούτσια και γυαλιά, παλτό, αλλά και πέτρα, χώμα, σχοινιά, σίδερο, βαμβάκι, κάρβουνο. Δεν δίστασε να εκθέσει ακόμα και ζωντανά άλογα σε μία από τις εγκαταστάσεις του και μάλιστα, για πρώτη φορά, στα τέλη της δεκαετίας του '60 (το '69 μετέτρεψε την γκαλερί L'Attico της Ρώμης σε στάβλο με άλογα). Κατάφερε να απεικονίσει την αγωνία του για τον αποδεκατισμό των κοινωνικών σχέσεων, τις εντάσεις και την αποξένωση με τρόπο τολμηρό.

Γεννημένος το 1936 στον Πειραιά, ο Γιάννης Κουνέλλης απορρίφθηκε από την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα και το 1956 εγκαταστάθηκε στη Ρώμη, όπου σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών. 

Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 εμφανίστηκε στον χώρο της σύγχρονης τέχνης με ένα ιδιότυπο, πολύ προσωπικό πλαστικό λεξιλόγιο που αρχικά προέβαλε ως κωδικοποιημένη γραφή, υπό τη μορφή γραμμάτων και εξισώσεων, και κατέληξε στη συνέχεια στη δημιουργία εικόνων αναφερόμενων στο πιο πρόσφατο βιομηχανικό-αστικό παρελθόν.

Την ίδια εποχή χαρακτηρίστηκε ως ένας από τους πρωτεργάτες του κινήματος Arte Povera στην Ιταλία. Χρησιμοποιώντας υλικά όπως σίδερο, κάρβουνο, φωτιά, ξύλο, πέτρα κ.ά., ανέδειξε μέσα από τις επίτοιχες κατασκευές και εγκαταστάσεις του την πρωτογενή ποιητική φύση των πραγμάτων και το πολιτικό-πολιτισμικό τους βάθος.

Από την πρώτη έκθεση στη Ρώμη το 1960 μέχρι σήμερα, η «πλεύση» του Κουνέλλη στη «θάλασσα» της σύγχρονης τέχνης είναι συνεχής. Επισκέπτεται σε μια αδιάκοπη διαδοχή τα μικρά «αγκυροβόλια» και τα μεγάλα «λιμάνια» της τέχνης των πιο σημαντικών πόλεων στην Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο: από τη Ρώμη στο Βερολίνο, από τη Νάπολη στο Παρίσι, από τη Γένοβα στο Ρότερνταμ, από την Κολονία στη Νέα Υόρκη, από το Μόναχο στο Λονδίνο, από το Σικάγο στη Ναγκόγια, από το Μόντρεαλ στη Βαρκελώνη, από το Λος Αντζελες στην Πράγα, από τη Μόσχα στην Αθήνα, οι σταθμοί αυτής της «Λιμναίας Οδύσσειας».

Ο Γιάννης Κουνέλλης είχε παρουσιάσει πλήθος εκθέσεων, κυρίως στο εξωτερικό αλλά και στην Ελλάδα, οι οποίες σημείωναν μεγάλη επιτυχία. Είχε συνεργαστεί με τον σκηνοθέτη Θόδωρο Τερζόπουλο σε αρκετές παραστάσεις. Μάλιστα η τελευταία τους συνεργασία είχε ανακοινωθεί και επρόκειτο για το έργο «Τα Τείχη της Ντροπής - Τρωάδες», που θα παρουσιάσει ο Θ. Τερζόπουλος στις εκδηλώσεις «Πάφος Πολιτιστική Πρωτεύουσα 2017» (ο Γ. Κουνέλλης θα ήταν υπεύθυνος για τον σκηνικό χώρο).

Το 2005 το Αριστοτέλειο τον τίμησε με τη διάκριση του επίτιμου διδάκτορα στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών της Πολυτεχνικής Σχολής για το σπουδαίο εικαστικό έργο του, τη διεθνή του παρουσία και τη θέση του μεταξύ των σημαντικότερων προσωπικοτήτων του μοντερνισμού. 

Ο Γιάννης Κουνέλλης είχε γράψει βιβλία και υπήρξε καθηγητής στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Ντίσελντορφ.

Αναλυτικό άρθρο αφιερωμένο στο έργο και την προσωπικότητα του γλύπτη και ζωγράφου Γιάννη Κουνέλλη, ο οποίος πέθανε χθες στη Ρώμη σε ηλικία ογδόντα ετών, φιλοξενεί σήμερα η ιταλική εφημερίδα «Il Messaggero»:

«Για να χρησιμοποιήσουμε τη γλώσσα των νέων, μπορούμε να πούμε ότι ο Γιάννης "δεν την είχε δει", ούτε στις διαπροσωπικές σχέσεις, ούτε και σε ό,τι αφορούσε τα υλικά με τα οποία δημιουργούσε τα έργα του. 

Προτιμούσε τον Πικάσο από τον Ντυσάν αλλά στους καλλιτέχνες από τους οποίους, έμμεσα, είχε εμπνευσθεί και διδαχθεί, είχε εντάξει- κάθε άλλο παρά τυχαία- τον Μασάτσιο και τον Καραβάτζιο». 

Όπως αναφέρει η «Il Messaggero», πριν από λίγες ημέρες, η Ακαδημία Καλών Τεχνών της Αιώνιας Πόλης όπου είχε φοιτήσει στη δεκαετία του 1950, τον ανακήρυξε επίτιμο καθηγητή της.

«Έφτασα στη Ρώμη την Πρωτοχρονιά του 1956. Αυτή την πόλη την αγαπώ, η Ρώμη είναι ο εαυτός της και δεν χρειάζεται τίποτε άλλο», δήλωνε ο διεθνούς φήμης καλλιτέχνης της Arte Povera. Αλλά δεν ξεχνούσε, ποτέ, και τη χώρα στην οποία γεννήθηκε, την Ελλάδα: «Ποίησις, στα ελληνικά, σημαίνει και πράξη. Είναι αυτή η έννοια της ποίησης και της τέχνης. Δημιουργώ κάτι που πρώτα δεν υπήρχε».

«Δεν ήταν ποτέ του ένας καταραμένος καλλιτέχνης», αντιθέτως, «διηγείτο πως είχε ανακαλύψει το ιερό στοιχείο μέσα στα συνηθισμένα αντικείμενα της τέχνης» θυμίζει σήμερα στους Ιταλούς, ο δημοσιογράφος Φάμπιο Ίσμαν.

«Το να παίρνεις υπερβολικά στα σοβαρά την πρόοδο είναι λάθος. Υποκρισία. Συμφέροντα. Δεν μπορείς να ζητάς σε όποιον ζει στον Αμαζόνιο να πάει να ζήσει στη Νέα Υόρκη και να παίξει στο χρηματιστήριο. Οι εικόνες δεν τελειώνουν ποτέ. Αντιθέτως, σε κάνουν να ονειρεύεσαι, και αυτό είναι κάτι το απαραίτητο για τη δουλειά μου», έλεγε ο Γιάννης Κουνέλλης. 

«Το χώμα που θα τον σκεπάσει, το χώμα που τόσο αγάπησε γνωρίζοντας πάντα ότι μέσα του υπήρχε και κάτι "άλλο"- ας του είναι ελαφρότατο» είναι η ευχή της εφημερίδας «Il Messaggero».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου