Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2016

«Πρόσφυγες συνθέτες»

Συναυλία της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών στο ΜΜΑ
Αποτέλεσμα εικόνας για Κρατική Ορχήστρα Αθηνών
Η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών επιχειρεί να αφυπνίσει με το δικό της τρόπο την ευαισθησία του κοινού για ένα μείζον πρόβλημα της εποχής μας: το προσφυγικό ζήτημα.

Τρία μεγαλειώδη συμφωνικά έργα του 20ού αιώνα, γραμμένα από συνθέτες που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη γενέτειρά τους, κατορθώνοντας ωστόσο να διατηρήσουν στη νέα τους πατρίδα τη δημιουργικότητά τους και να μεγαλουργήσουν, περιλαμβάνει το πρόγραμμα της συναυλίας «Πρόσφυγες Συνθέτες» που θα δώσει η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών την Παρασκευή 21 Οκτωβρίου, στις 20.30, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. 


Η Ορχήστρα, ερμηνεύοντας τη Μικρασιατική Ραψωδία του Γιάννη Κωνσταντινίδη, το Κοντσέρτο για βιολί του Έριχ Βόλφγκανγκ Κόρνγκολντ, με σολίστ τον διακεκριμένο Γερμανό μουσικό Λίνους Ροτ, και το Κοντσέρτο του Μπέλα Μπάρτοκ, υπό τη μουσική διεύθυνση του Εσθονού αρχιμουσικού Μίκελ Κίτσον (ο οποίος επιστρέφει στο πόντιουμ της Ορχήστρας λίγους μήνες μετά τη συναυλία για τη γέννηση των Σιμπέλιους και Νίλσεν), επιχειρεί να αφυπνίσει με το δικό της τρόπο την ευαισθησία του κοινού για ένα μείζον πρόβλημα της εποχής μας: το προσφυγικό ζήτημα.

Η συναυλία θα ξεκινήσει με το έργο του Γιάννη Κωνσταντινίδη.

Γεννημένος στη Σμύρνη, ο Έλληνας συνθέτης έφυγε για μουσικές σπουδές στη Γερμανία, λίγο πριν από τη Μικρασιατική καταστροφή, το 1922. Φέροντας εντός του τον ήχο της πατρίδας του, ο Κωνσταντινίδης επιθυμούσε διακαώς τη σύνθεση ενός ορχηστρικού έργου βασισμένου σε μικρασιατικά τραγούδια και χορούς. Κι αυτό έκανε με τη Μικρασιατική Ραψωδία, που ξεκίνησε να τη γράφει μετά το τέλος του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου αλλά την ολοκλήρωσε χρόνια αργότερα, το 1975 πια, ως «ένα μουσικό επιτύμβιο μιας ζωής και ενός κόσμου για πάντα χαμένων», όπως έλεγε.

Η Μικρασιατική Ραψωδία παίχτηκε για πρώτη φορά από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών υπό τη μουσική διεύθυνση του Βύρωνα Κολάση στις 16 Φεβρουαρίου 1981, αν και το Πρελούδιο και Οστινάτο (που αργότερα ενσωματώθηκε ως πρώτο μέρος της Ραψωδίας) είχε παιχτεί αυτοτελώς από την Κ.Ο.Α. ήδη από το 1949.

Ο Κόρνγκολντ που είχε γεννηθεί στα τέλη του 19ου αιώνα στη Μοραβία της Αυστρουγγαρίας, υπήρξε ένα σπάνιων ικανοτήτων «παιδί-θαύμα» στη σύνθεση, κερδίζοντας από πολύ μικρή ηλικία τον θαυμασμό του βιεννέζικου κοινού αλλά και μεγάλων συνθετών, όπως ο Μάλερ και ο Στράους. Ωστόσο, το Κοντσέρτο για βιολί υπήρξε έργο της ωριμότητάς του. Το έγραψε στα 48 του, μεταξύ των ετών 1945-1946, σε μία περίοδο που, εγκατεστημένος προ πολλού στο Λος Άντζελες και καταξιωμένος πλέον ως συνθέτης κινηματογραφικής μουσικής για το Χόλιγουντ (βραβευμένος με Όσκαρ το 1939), ήθελε να επιστρέψει στη σύνθεση συμφωνικής μουσικής.

Το Κοντσέρτο, βασισμένο πάντως σε θέματα που προέρχονται από προγενέστερη (1936-1939) κινηματογραφική μουσική του, εκτελέστηκε για πρώτη φορά από τον μεγάλο Γιάσα Χάιφετς, υπό τη μουσική διεύθυνση του Βλαντιμίρ Γκόλσμαν, το Φεβρουάριο του 1947, στο Σαιντ Λούις των ΗΠΑ.

Αναζητώντας διέξοδο από τη λαίλαπα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ο Μπέλα Μπάρτοκ εγκατέλειψε την Ουγγαρία το φθινόπωρο του 1940 για να εγκατασταθεί μόνιμα στη Νέα Υόρκη. Εκεί, μεταξύ της 15ης Αυγούστου και της 8ης Οκτωβρίου 1943, συνέθεσε, κατά παραγγελία του αρχιμουσικού της Συμφωνικής της Βοστόνης Σερζ Κουσεβίτσκυ, το Κοντσέρτο για ορχήστρα.

Η πρεμιέρα του δόθηκε το Δεκέμβριο του 1944 από την Συμφωνική της Βοστόνης, υπό τη μουσική διεύθυνση του Κουσεβίτσκυ. Το έργο έγινε δεκτό με ενθουσιασμό και έκτοτε έχει καθιερωθεί ως ένα από τα πιο αγαπητά και εύληπτα έργα του Μπάρτοκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου