Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2016

ΑΦΙΕΡΩΜΑ : Η Λογοτεχνία στην Ελλάδα της κρίσης

Ειρήνη Φραγκάκη - «Η λογοτεχνία στην Ελλάδα της κρίσης»
Ο πολιτιστικός ιστότοπος Πολιτιστική Ατζέντα, διοργανώνει μια σειρά δημοσιεύσεων σε ζητήματα που αφορούν τη Λογοτεχνία και πρώτο μας θέμα είναι: «Η Λογοτεχνία στην Ελλάδα της κρίσης».
Ευχαριστούμε τη συγγραφέα Ειρήνη Φραγκάκη, που ανταποκρίθηκε και μας έστειλε το αδημοσίευτο διήγημά της με τίτλο «Η Λογοτεχνία στην Ελλάδα της κρίσης» που δημοσιεύουμε:

«Η λογοτεχνία στην Ελλάδα της κρίσης»

Το κύμα έσκασε πάνω στα βράχια της ακροθαλασσιάς κι η Ρηνιώ αποκαμωμένη βούτηξε τις πατούσες της στα παγωμένα νερά του Κρητικού πελάγους.
Πόσα ν’ άντεχε η ψυχή μπροστά στη άπλετη ομορφιά που της χάριζε ετούτος ο τόπος. Αυτή η καθάρια κι αγνή ψυχή που μόνο καλό λαχταρούσε και πάντα γι αυτό προσευχόταν!

Στο λιμανάκι δίπλα της, παρέες με φαφούτικα χαμόγελα έπαιζαν πεντόβολα, γύρω γύρω όλοι κι όσα ήταν τυχερά, έκαναν ποδήλατο. Εστίασε το βλέμμα της στα παιδικά πρόσωπα, πήρε δύναμη από δαύτα και με περίσσιο κουράγιο ανέβηκε στο δρομάκι της μαρίνας που άραζαν τα ψαροκάικα.
Είχε ένα γινάτι Κρητικό, μια παλικαρίσια λεβεντιά κι ας ήταν θηλυκό. Και πάντα θυμόταν τα λόγια του πατέρα της.

-Τι κι αν είσαι θηλυκό μρπε(βρε) κουζουλό; Σου ‘πε κανείς ότι οι γυναίκες πρέπει να σκύβουν το κεφάλι και να λιποψυχούν; Να έτσι…, της έλεγε κι έπαιρνε στις τραχιές χούφτες του, το προσωπάκι της και το ανασήκωνε ίσαμε να φτάσουν τα μάτια της στα δικά του.

-Ίσαμε έπαε(μέχρι εδώ)… σώνει μπλιο(φτάνει πια). Κουμάντο στη ζωή και την καρδιά μου θα κάμω εγώ. Κιαείς(κανείς) άλλος. Σκέφτηκε κι ή ίσιωσε το κορμί της λεβέντικα σαν παλικάρι που πάει στον πόλεμο και κίνησε για το σπίτι της. Μα στην τρυφερή καρδιά αυτής της Κρητικοπούλας πόλεμος φάνταζε κάθε λογομαχία με τον πατέρα της. Δεν ήξερε τι να κάνει αν οι γονέοι της επέμεναν στην απόφασή τους.

Τα πόδια της ωσάν του λαγού τάχυναν να βγάλουν την ανηφοριά. Στην απάνω γειτονιά τα στενά μοσχοβόλαγαν από τα μυριάδες λουλούδια που έπνιγαν τα πεζοδρόμια και τις αυλές. Σαν έφτασε στην παλιά δεξαμενή, έκαμε να πάρει βαθιά ανάσα. Πλησίαζε κι έπρεπε να ανακτήσει δυνάμεις.

Σαν έφτασε έξω από την πόρτα του σπιτιού της άκουσε τη φωνή της μάνας της που την είχε δει από το τζαμιλίκι της κουζίνας καθώς περνούσε από την αυλόπορτα.

-Ρηνιώ, άι σύρε στο κυρ-Σπύρο να πάρεις ένα καρβέλι ψωμί. Θα γιαγύρει(γυρίσει) ο κύρης σου για φαί και δεν επρόκαμα(πρόλαβα) να πάρω.

-Ω, καλά μάνα. Πάω. Δώκε μου το πενηνταράκι από το παραθύρι να μην μπαίνω μέσα.


Γύρισε την πλάτη της και δεν είδε τη μάνα της που την κοίταζε από πάνω μέχρι κάτω. Σαν κάτι να ‘χει η θυγατέρα της τελευταία. Αλλιώτικη της φαίνονταν. Πιο… σκληρή. Λες να ‘χε καταλάβει;

Ακούμπησε τους αγκώνες της στο περβάζι και την παρατηρούσε καθώς αλάργευε. Που πήγε το ανέμελο μελανούρι που σήκωνε τη γειτονιά από τα γέλια της; Που πήγε αυτό το κοκκαλιάρικο κορμάκι που έτρεχε τζιρίτι(γρήγορα) ίσαμε την πλαταία, να κάμει όνειρα κάτω από τον άγνωστο στρατιώτη;

Δεκάξι χρόνια μέτραγε. Δεκάξι ολάκερα ευτυχισμένα χρόνια που πίκρα καμιά δεν έδωκε στους γονέους της. Μόνο χαμόγελα, εκείνη ήτανε βάλσαμο στα βάσανά τους κάθε φορά που εσυνέβαινε κάτι.
Την εκαμάρωνε την θυγατέρα της. Γιατί ήτανε όμορφη, άριστη στο σκολειό και χρυσοχέρα στο σπιτικό τους.
Μα γιάντα να τηνε στείλουνε στο Ηράκλειο στην αδερφή της; Γιάντα να πρέπει να πάει σχολειό τόσο να μακριά;

Ήθελε ο κύρης της να σπουδάσει η θυγάτερα του. Να μη χαντακωθεί σα και τσ’ άλλες κοπελιές. Δεν τηνέ προόριζε για νύφη, δεν την εμεγάλωσε για να τηνέ κάμει δουλικό κιαείς(κανείς).

-‘Αφού τα παίρνει βρε γυναίκα τα γράμματα η κοπελιά μας, να μην κάνομε ότι καλύτερο μπορούμε;

-Αχ, δίκιο έχεις άντρα μου, μα πώς να τ’ αποχωριστώ το βλαστάρι μου, δεν μου κάνει καρδιά.

-Σώπα, μη λες τέτοια. Μην ξανοίγεις μόνο τη πάρτη σου μα το καλό του κοπελιού μας, ναι;


Νεραϊδογέννημα την εφώναζε. Αφού σαν νεράιδα εφάνταζε η όψη της.
Μα… αλλιώτικη εδά(τώρα) τελευταία.

-Ε, μάνα. Εκοιμήθηκες στο παραθύρι; Θα κάψεις το φαί κι ήντα(τι) θα ταίσεις τον πατέρα μου ύστερα; Σκέτο ψωμί; Είπε και χαμογέλασε όπως έκανε πάντα όταν την πείραζε.

-Ου να μου χαθείς παλιόπαιδο. Δεν ντρέπεσαι να κοροιδεύγεις τη μάνα σου; Νιάνιαρο είσαι ακόμη.

-Ναι, καλά. Εσύ θες να με θωρείς ακόμα πέντε χρονώ. Πάρτο χαμπάρι κυρά-Λένη. Εμεγάλωσα.

-Καλά, καλά. Άντε να βάλεις ένα χεράκι να στρώσομαι το τραπέζι γιατί κοντεύγει ο κύρης σου και θα φάει εμάς με τσι φωνές ντου.


Σε λίγα λεπτά το τραπέζι ήτανε στρωμένο, η μάνα στην κουζίνα ξεφυσούσε πάνω από τις τελευταίες πατάτες που τσιτσίριζαν στο τηγάνι κι η Ρηνιώ είχε κάτσει ν’ αγναντεύει τη θέα από το παραθύρι της κουζίνας.

Από κάτω απλωνόταν σεντόνι καταγάλανο η θάλασσα με σκέπασμα τον πεντακάθαρο ουρανό. Δαντέλα τα κύματα και βολανάκια τα αραιά σύννεφα. Απέναντι της ο Πετράς, με 3-4 σπίτια να μοιάζουν σαν σπιρτόκουτα. Πιο ‘κει ο Ανάλουκας. Βουνά περίτεχνων ζωγράφων. Χαμήλωσε το βλέμμα της στο λιμανάκι της Σητείας. Τα ψαροκάικα αραγμένα στη σειρά. Άτακτοι στρατιώτες αφού λικνίζονταν με το ελαφρύ φύσημα του αέρα. Σαν να ‘χαν στήσει ένα δικό τους χορό.

-Που τρέχει ο λογισμός σου ονειροπαρμένο μου;

-Μάνα, γιάντα(γιατί) τέτοια επιμονή να πάω στο Ηράκλειο; Αφού το γατέτε(ξέρετε) ότι εγώ δεν θέλω να φύγω από τον τόπο μου.

-Ρηνιώ μου, για το καλό σου παιδί μου το σκεφτήκαμε με τον πατέρα σου. Αφού το σκολειό τ’ αγαπάς και τα παίρνεις τα γράμματα. Ήντα(τι) να κάτσεις επαέ(εδώ) να κάνεις;


Στην πόρτα είχε φτάσει ο πατέρας της κι άκουσε. Πήρε μια βαθιά ανάσα να πάρει δύναμη γιατί κι αυτός καταβάθος δεν του ‘κανε καρδιά να την αποχωριστεί. Μα έπρεπε.

-Δίκιο έχει η μάνα σου παιδί σου. Αυτά ελέγαμε μέρες τώρα. Τα φέραμε από ‘δω τα φέραμε από ‘κει κι είδαμε ότι είναι πιο συφέρο(συμφέρον) για σένα να πας κάπου που θα προκόψεις. Το Κατινιώ, η θειά σου, θα σε βοηθήσει. Είδες την εκεινιά(εκείνη) πώς είκαμε)(έκανε) χαΐρι που ‘φυγε; Γιάντα(γιατί) γοργόνα μου να μην ξανοίξεις το μέλλον σου; Ίντα(τι) θες παιδί μου, να ριζώσεις επαέ(εδώ) να μην ιδείς ποτέ σου προκοπή;


Πήγε το Ρηνιώ κοντά του, τράβηξε την καρέκλα δίπλα στο παραθύρι κι έπιασε το χέρι του. Γύρισε το κεφάλι της για να ξανά δει ότι έβλεπε και πριν. Τώρα παρότρυνε και τον πατέρα της να κάνει το ίδιο.

-Για πε μου πατέρα, οντό(όταν) ξανοίγεις(κοιτάς) όξω(έξω) από τούτονέ(αυτό) το παραθύρι, δε χτυπά η καρδιά σου; Δε ριγά το κορμί σου απ’ άκρη σ’ άκρη; Σου ‘ναι μπορετό ν’ απαρνηθείς όλη τουτηνέ την εμορφάδα; Βαστά ντο(το αντέχει) η ψυχή σου;


Γύρισε ο πατέρας της και την κοίταξε ίσα στα μάτια, έτσα(έτσι) την εκοίτα πάντοτε.

-Εμείς δεν εχρειάστηκε ποτέ να πούμενε μεγάλες κουβέντες, έτσα(έτσι) δεν είναι πατέρα; Ίντα σε κάμει να θαρρείς ότι εγώ αντέχω να ζήσω μακριά από τον τόπο που μ’ ανάθρεψε; Από το τόπο που μου ‘δωκε ρίζες πλούσιες, να καμαρώνω και να περηφανεύομαι;

Αυτή είναι η προκοπή πατέρα μου για μένα. Να ‘μαι με κειουσάς(εκείνους) που αγαπώ, εκειά(εκεί) που αγαπώ, να κάμω αυτό που αγαπώ. Μηδέ οι παράδες με γνοιάζουνε(νοιάζουν) μηδέ τα πλούτη κι η δόξα. Κι η γνώση, η μόρφωση κι η παιδεία, δεν βρίχνονται(βρίσκονται) μόνο αλάργο (μακριά) απ’ επαέ(από εδώ).

-Να τ’ ακούσομε λέω ‘γω το κοπέλι μας άντρα μου. Είπε η μάνα της συγκινημένη από την ωριμότητα της κόρης της.

-Ρηνάκι μου, πριγκίπισσα, γοργόνα και νεράιδα μου, τα πλούτη όλου του κόσμου τα ‘χεις εσύ μέσα στην ψυχή σου. Να σ’ έχει ο Θεός καλά που μ’ ανεντράνισες (με ταρακούνησες). Λιποψύχησα παιδί μου, γονιός είμαι κι ήθελα να μην παιδευτείς ωσάν κι εμάς. Μα καλλιά ‘χω ντο (καλύτερα το έχω) να σε θωρώ(βλέπω) ευτυχισμένη με κειανά(αυτά) απού(που) πιστεύεις εσύ ότι χρειάζεσαι. Μάρτυς μου ο Θεός παιδί μου.


Και χάθηκε ξανά στις ονειροπαρμένες σκέψεις της το Ρηνιώ. Και ταξίδευε με πειρατικά κοιτώντας τη θάλασσα. Και καβάλαγε μαύρα άλογα κι έτρεχε μες στις χαράδρες, τα βουνά και τα ποτάμια. Και ξάπλωνε γοργόνα στα βράχια της Σητείας τα βράδια να κοιτά μαγεμένη τον ξάστερο ουρανό.

Κι ήταν πλούσια γιατί ήξερε πού να βρει τους κρυμμένους θησαυρούς…

Και μη θαρρείτε(νομίζετε), το Ρηνιώ επρόκοψε, κι εγίνηκε δασκάλα και εμάθενε στα παιδιά ν’ αγαπούν τα όνειρα, τα παραμύθια μα όχι…τα παραμυθιάσματα.

Ειρήνη Φραγκάκη
Γεννήθηκα αερικό… λέγανε ότι έπεσα στη Γη από άλλο πλανήτη, μάλλον γιατί ουδέποτε συμβιβάστηκα με τα δεδομένα των υπολοίπων… αντιδραστικό παιδί και ναι..πάντα παιδί.Γράφω γιατί εμπνέομαι από παντού.
Γράφω γιατί αυτός είναι ο τρόπος μου να αναλύω καλύτερα τις καταστάσεις… γιατί αυτό είναι η ανάσα μου.
Γράφω γιατί προβληματίζομαι, όχι επειδή είμαι πολίτης αυτής της χώρας και κάτοικος αυτού του πλανήτη, αλλά επειδή αναρωτιέμαι τι στα κομμάτια είναι αυτό που μας πάει πίσω, κι ακόμα δεν το έχουμε καταλάβει…
Γράφω γιατί αυτά που σκέφτομαι κι αυτά που νιώθω, θέλω να τα μοιράζομαι…
Γράφω γιατί η γραφή για μένα είναι μαθηματικά.
Ένα κι ένα κάνουν δύο. Κι επειδή τα μαθηματικά είναι η πιο καθαρή γλώσσα αυτήν χρησιμοποιώ μόνο που το κάνω με γράμματα, αντί για αριθμούς…
Πως; Θα σου δώσω τις πράξεις, εσύ θα βρεις τις λύσεις.
Γυρίζω την πλάτη μου στα… βοηθήματα…

Η Ειρήνη Φραγκάκη, γεννήθηκε στην Σητεία της Κρήτης το 1976. Τα τελευταία χρόνια, ζει στην Αθήνα μαζί με τον σύζυγο και τα 5 παιδιά της.

Από την γενιά της μητέρας της είναι απόγονος του μεγάλου κρητικού ραψωδού Βιτσέντζου Κορνάρου.

Ασχολείται με τη συγγραφή μυθιστορημάτων για ενήλικες, παιδικών βιβλίων, ποίησης, στίχων, ζωγραφίζει και φτιάχνει κοσμήματα.

Βιβλιογραφία:
  • «Η αγάπη που άνθισε στην ψυχή μου» εκδόσεις Δυάς Εκδοτική - 2011 (υποψήφιο για βραβείο στον διαγωνισμό του ΕΚΕΒΥ «Το καλύτερο μυθιστόρημα της χρονιάς 2011»).
  • «Η πεταλούδα της νύχτας» εκδόσεις Ελληνική Πρωτοβουλία -2013

  • «Το αστέρι κι η ευχή» παραμύθι Εκδόσεις ΑΝΑΣΑ- 2015

  • «Λευκά όνειρα» Εκδόσεις Πνοή – 2016

Οι στίχοι στο τραγούδι «Αλήθειες Ζωής» που τραγουδάει ο Χρήστος Ρενιέρης, γράφτηκε για το 2ο βιβλίο της από την ίδια.

Βίντεο για το βιβλίο «Η αγάπη που άνθισε στην ψυχή μου»:


Βίντεο για το βιβλίο «Η πεταλούδα της νύχτας»:


Βίντεο για το βιβλίο «Λευκά Όνειρα»:


Επικοινωνία με τη συγγραφέα
eirinifragaki@gmail.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου