Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2016

ΑΦΙΕΡΩΜΑ: Η Λογοτεχνία στην Ελλάδα της κρίσης

Ρίκη Ματαλλιωτάκη - «Μια κατοστάρα μεροκάματο»
Αποτέλεσμα εικόνας για lumache
Ο πολιτιστικός ιστότοπος «Πολιτιστική Ατζέντα», διοργανώνει σειρά δημοσιεύσεων σε ζητήματα που αφορούν τη Λογοτεχνία. Το πρώτο μας θέμα είναι: «Η Λογοτεχνία στην Ελλάδα της κρίσης».
Ευχαριστούμε τη συγγραφέα Ρίκη Ματαλλιωτάκη, που ανταποκρίθηκε στο κάλεσμά μας και μας έστειλε το αδημοσίευτο διήγημά της με τίτλο «Μια κατοστάρα μεροκάματο» που δημοσιεύουμε:

«Μια κατοστάρα μεροκάματο»

«Κάτσε μωρέ σα τον άνθρωπο στο τραπέζι να φας μα δεν θα ψακωθείς - δηλητηριαστείς-».
«Δε τση θέλω μωρέ μάνα δε γροικάς, δε τση θέλω. Θα ξεράσω ανε με βάλεις με το ζόρε να τση φάω. Δε το καταλαβαίνεις;»
 «Φαί άλλο πάντως δεν έχει, να το κατέχεις».
«Κι είχα μια σκασίλα… καλλιά να ‘πομείνω νηστικός παρά να φάω ετούτους σας τση σκουλήκους».
 «Καλάααα…α δε σου τση ταΐσω μωρέ τση σκουλήκους χωρίς να το καταλάβεις, να μη με λένε Μαριάνθη. Όσος καιρός κι ανέ περάσει θα σου τση ταΐσω και δεν θα το πάρεις και χαμπάρι. Όι για πράμα άλλο μα για το γινάτι σου. Εδοκίμασες τση μωρε; Άμα τση δοκιμάσεις και δε σ’ αρέσουνε εντάξει, μα έτσι, χωρίς να τση ‘χεις βαλμένους ποτέ στη μπούκα σου-στο στόμα σου- πως μιλείς;»
 «Δεν χρειάζεται να τση βάλω στη μπούκα μου, και μόνο που τση θωρώ φτάνει. Παρέτησε με κι εσύ και οι χοχλιοί σου -τα σαλιγκάρια σου-, μωρέ μάνα, τρώγε τση ελόγου σου αφού σ’ αρέσουνε ωστόσονα».
 «Καλά Γιώργη, είπα σου εγώ, θα τση φας και δεν θα το καταλάβεις κακορίζικε…»
Αυτό ο διάλογος ούτε που θυμάται πόσες φορές έγινε ανάμεσα στον ίδιο και την μάνα του ίσαμε και τα δέκα- δώδεκα του περίπου. Να φάει χοχλιούς; Α πα πα πα, και μόνο που τους έβλεπε έπαιρνε δρόμο, του γίνονταν τα άντερα λαιμοδότης από την σιχαμάρα, και βέβαια προτιμούσε να μείνει νηστικός μέχρι την επομένη που θα έψηνε η μάνα του κάτι άλλο και θα έπαυε να τους βλέπει μπροστά του.
 Και τους έβλεπε και συχνά πανάθεμα τους καθώς η μάνα του είχε πολλές εναλλαγές για να τους μαγειρεύει και δυο, συχνά και τρεις, φορές την εβδομάδα με διάφορους τρόπους:
Χοχλιούς μπουμπουριστούς – σαλιγκάρια στο τηγάνι-χοχλιούς βραστούς, χοχλιούς με κολοκύθια γιαχνί, χοχλιούς με χόντρο, με ένα σωρό τρόπους μπορούσε να τους παραχώνει στο μενού της, μια κι όπως έλεγε ήταν και θρεφτικοί, κι επιπλέον τσάμπα, αφού κάθε που έβρεχε πήγαιναν μονάχοι αυτή και ο πατέρας του και τους μάζευαν.
 Εν πάση περιπτώσει, ως και τα δώδεκα του, παρά την συχνότητα της εμφάνισης των χοχλιών στο οικογενειακό τραπέζι, η μάνα του δεν είχε πραγματοποιήσει ποτέ εκείνη την περίφημη απειλή «α δε σου τση ταΐσω μωρέ τση σκουλήκους χωρίς να το καταλάβεις, να μη με λένε Μαριάνθη» που μεταξύ αστείου και σοβαρού του έλεγε πάντα για να τον φοβερίσει.
 Μέχρι που… πάλι μεταξύ αστείου και σοβαρού εκείνη την περίφημη μέρα, σ’ ένα γεμάτο από κόσμο τραπέζι, και με βασικό μενού πάλι τσ’ αναθεματισμένους σκουλίκους, θωρεί τη μάνα του να σκύβει και να λέει κάτι στο αυτί του πατέρα του κι εκείνος γελώντας να της γνέφει καταφατικά
Που να καταλάβει. Συνέχισε αυτός αμέριμνος να τρώει το σφουγγάτο του, που είχε φτιάξει για χατίρι του συμπληρωματικά η κυρά Μαριάνθη, να βουτά που και που και λίγο ψωμάκι στην ντοματοσαλάτα, μέχρι που…
 «Ήντάνε μωρέ ετούτανε τα μπουκιδάκια ολόκληρος άντρας. Τρως ή τσιμπάς; Άνοιξε την μπούκα σου» ακούει τον πατέρα του να του λέει και συγχρόνως να πιάνει ένα μεγάλο κομμάτι ψίχας ψωμιού, να το βουτά στην ντοματοσαλάτα και στην συνέχεια να του το χώνει στο στόμα.
 Μεγάλη την είδε την μπουκιά αυτός μα ντράπηκε να την αρνηθεί.
Ντράπηκε το νονό του και την νονά του που ήταν εκεί, τα παιδιά τους, τις δυο αδελφές του, ντράπηκε γενικώς, κι αναγκαστικά άνοιξε το στόμα του κι άρχισε να μασά.
 Περίεργο όμως, η γεύση του βρίσκονταν στο στόμα του ήταν κάπως…
κάπως… πάντως σίγουρα σαν και κάτι άλλο να μασούσε εκτός μόνο από ψωμί βουτηγμένο στην ντοματοσαλάτα. Κάτι σαν… σαν κρέας που όμως δεν ήταν κρέας… κάτι σαν…
 Κατάλαβε τι ακριβώς μασούσε από τα γέλια που ξέσπασαν άπαντες γύρω του. Ω Χριστέ μου, μασούσε χοχλιό, μασούσε σκούληκα, η μάνα του τελικά έκανε εκείνο με το οποίο χρόνια τώρα τον φοβέριζε, σκέφτηκε, και σε δευτερόλεπτα μια ρουκέτα εμετού εκτοξεύτηκε από το στόμα του και κατέληξε στο τραπέζι, στους τοίχους, στο πάτωμα, παντού… έπιασε τα σύμπαντα.
 Θα πρέπει να ξερνούσε ίσαμε και ένα τέταρτο; Μέχρι που η μάνα του τα είδε σκούρα, ο πατέρας του τα έβαλε μαζί της «αστεία είναι μωρέ αυτά και παράσυρες κι εμένα;» και γενικά έγινε ένα τέτοιο μπάχαλο στο σπίτι που έμεινε σε όλους αξέχαστο για χρόνια.
 Και βέβαια ένα παραπάνω στον ίδιο… από εκείνη την ώρα, και μέχρι σήμερα που έφτασε πια να τριανταρίζει, όχι να φάει, αλλά μόνο να σκεφτεί πως θα ακουμπούσε χοχλιό, ψημένο ή άψητο, του σηκώνονταν η τρίχα κάγκελο από την αηδία. Άσε δε που στο εξής μόλις κάποιος ήθελε να τον πειράξει του έλεγε « Γιώργη, θες ένα χοχλιό;»
 Καταραμένοι σκούληκες….

 «Πάλι νηστικός θα ‘πομείνεις; Και ήντα θα βγει δα; Θ’ αλλάξεις πράμα; Άντε, σήκω να φας να στυλιώσεις, κι έχει ο Θεός για όλους παιδί μου. Μη στεναχωράσαι. Έλα, μακαρόνια με κιμά έχω ψημένα απού σ΄ αρέσουνε, σίμωσε πριχού κρυγιώσουνε».
 «Θα με παρετήσεις μπλιο -πια- ήσυχο; Άσε με κι εσύ με τα φαγιά σου, το καιλέ –την έννοια- του φαγιού θαρρείς πως έχω; Δε θέλω. Δε πεινώ. Ανέ πεινάσω αργότερα θα σηκωθώ και θα φάω αμοναχός μου, κοπέλι είμαι;» από την μέρα που απολύθηκε αυτό το βιολί βιολάκι γινότανε μέσα στο σπίτι. Η μάνα του να τον παρακαλά να φάει κι αυτός γεμάτος νεύρα να αρνείται.
 Δεν τον έφτανε η στενοχώρια του, την είχε κι αυτή πάνω από τη κεφαλή του συνέχεια να θέλει να τονέ μπουκώνει από την ώρα που άνοιγε τα μάτια του μέχρι την ώρα που θα τα έκλεινε. Εντάξει, καταλάβαινε την πρόθεση της, και κατά βάθος κιόλας στεναχωριόταν που ξεσπούσε πάνω της. Όμως και τα δικά του τα νεύρα είχαν γίνει κουρέλια.
 Να απολυθεί έτσι, εν μία νυχτί, με μια ελάχιστη αποζημίωση που δεν έφτανε ούτε για το ζήτω, μετά από πέντε χρόνων δουλειάς και μάλιστα χωρίς καμιά εξήγηση; Η μόνη εξήγηση η οικονομική κρίση.
 «Απολύομαι προσωπικό Γιώργη λόγω κρίσης».
Τόσο απλά.
 Και τώρα; Τι θα έκανε αυτός τώρα; Εφτά μήνες τώρα ψάχνει για δουλειά, κάθε είδους δουλειά, κι όχι μόνο σαν ηλεκτρονικός προγραμματιστής που είχε σπουδάσει, κι η μία πόρτα έκλεινε μετά την άλλη. Τίποτα, ούτε μεροκάματο στην οικοδομή δεν έβρισκε.
 Κόντευε να τρελαθεί, η αποζημίωση είχε ήδη γίνει φτερά και πούπουλα.
Ίσως μ’ αυτά τα λεφτά να την έβγαζε λίγο ακόμα, αλλά βλέπεις δεν ήταν και μόνος του. Είχε και τη Σοφία, κι έστω και χωρίς δουλειά πια, δεν καταδέχονταν να βγούνε μαζί και να την αφήσει να πληρώσει εκείνη το καφέ της. Του κερατά, ένα ρημάδι καφέ ήταν ανίκανος να πληρώσει στην γυναίκα που αγαπούσε;
 Γιατί ναι, την αγαπούσε τη Σοφία, η σχέση τους ήταν σοβαρή, πολύ σοβαρή, και μάλιστα πριν έρθει να τον κουκουλώσει η νεροποντή της απόλυσης, ήταν στα πρόθυρα να την επισημοποιήσουν κιόλας. Πλέον όμως πως; Εδώ τις τελευταίες μέρες, η μάνα του, του έπαιρνε μέχρι και τσιγάρα, κι από τα λεφτά του σπιτιού εξοικονομούσε και του δίνε κι ένα μικρό χαρτζιλίκι, έτσι ίσα να βγαίνει πότε , πότε για ένα καφέ, να παίρνει ο νους του αέρα να μην κουζουλαθεί -να μην τρελαθεί- συνέχεια μεσ’ το σπίτι.
 Οπότε πλέον πως; Πλέον πάει κι η επισημοποίηση πάνε όλα.
Προπάντων πάνε τα όνειρα.
 Μ’ όλα όσα βλέπει κι ακούει γύρω του, λες και του χουν βάλει ένα μαύρο πανί μπρος του και του απαγορεύουν να ονειρευτεί. Μόνο να ντρέπεται του επιτρέπουν. Γιατί ναι, ντρέπονταν αφάνταστα, του έρχονταν πεθάνει από τη ντροπή κάθε που έβαζε η μάνα του το χέρι στη τσέπη της για να του δώσει τρία ευρώ να πάρει τσιγάρα.
 Πω πω ντροπή! Ολόκληρος, γάιδαρος, ολόκληρος άντρας! Μα τι να κάνει; Μπορεί να κάνει κάτι και δεν το κάνει;

 Χμμμμ…. η ιδέα του ήρθε εντελώς ξαφνικά μερικές μέρες μετά, ένα απόγευμα που έβρεχε.
«Ε μάνα, καιρό ‘χεις να ψήσεις χοχλιούς ή εμένα μου φαίνεται;»
 Γύρισε εκείνη και τον κοίταξε λες και ήτανε άρρωστος. Από τη μέρα που του είχε κάνει εκείνο το, ομολογουμένως άσχημο, αστείο, ούτε που είχε ξαναπροσπαθήσει να μάθει το γιο της να τρώει το δικό της, αγαπημένο φαί, οπότε τώρα την παραξένευε και μόνο η λέξη «χοχλιός» που έβαζε στο στόμα του ο γιος της.
 «Μπα; Ανεζήτηξες τση; -Τους αναζήτησες- Ανέ τσ’ ανεζήτηξες να σου κάμω μια τηγανιά μπουμπουριστούς για τη λιγούρα» του απάντησε και γέλασε.
 «Έλα, άσε τα αστεία και δεν έχω όρεξη, άλλο ήθελα να σου πω. Ρε μάνα, εδά με τη βροχή δε πορίζουνε -δεν βγαίνουνε- απ’ τση τρύπες τους οι χοχλιοί;»
 «Ναι, μα γιάντα; Ήντα ‘χεις σκοπό, να πας να κάμετε παρέα;» ακόμα αστειεύονταν η μάνα γιατί ακόμα δεν είχε καταλάβει την πρόθεση του γιου.
 «Άσε τση κρυάδες σου λέω κι άκου. Θα πήγαινα μοναχός μου μα επειδή δεν κατέχω άντε να πάμε για πρώτη φορά μαζί να μου δείξεις».
 «Να σου δείξω ήντα μωρέ Γιώργη; Δεν κατάλαβα».
 «Να μου δείξεις πως κι από πού μαζεύουνε τση χοχλιούς».
 «Εκουζουλάθηκες μωρέ; Εσύ σιχαίνεσαι να τση θωρείς, και θες να πας να τσ’ αγγίξεις; Κι απ’ τη λασπουριά δα κιόλας».
 «Τελείωνε και πάμε… ανε θες. Α δε θες πάλι ξάσου, -δικαίωμα σου- θα κάμω εγώ κουμάντο να βρω κιανένα -κάποιον- άλλο να μου δείξει» της είπε, κι επειδή ήξερε καλά την κυρά Μαριάνθη, κι ήταν σίγουρος πως είχε καταλάβει το σκοπό του, κι ήταν σίγουρος πως μέσα της έβραζε από στεναχώρια, όχι μόνο αυτή την στιγμή μα κι όλο τον καιρό που τον έβλεπε χωρίς δουλειά, προσπάθησε να αλαφρύνει την κατάσταση.
 «Καλά κι εσύ, ακόμα τα κοπελίστικα θυμάσαι; Είπαμε τώρα, δεν μ΄αρέσουνε να τση τρώγω μα όι δα πως δεν μπορώ να τση θωρώ κιόλας».
 Κι όμως, η αλήθεια ήταν που τον έπνιγε η αηδία τις επόμενες ώρες που με τη βοήθεια της μάνας του σήκωνε λασπωμένες πέτρες κι έψαχνε από κάτω τους τον πανάκριβο μεζέ. Το άντεξε όμως, κι όχι μόνο το άντεξε, αλλά πήγε και την επόμενη… και την μεθεπόμενη …και μάλιστα όλες τις υπόλοιπες φορές πήγε μόνος του, και κάθε φορά επέστρεφε με όλο και περισσότερους χοχλιούς στην πάνινη σακούλα που κρατούσε για να τους βάνει, και όλο και λιγότερη αηδία για το επικείμενο εμπόρευμα του.
 Τόσο, που όταν τελικά τέλειωσε το σάκασμα – ειδική προετοιμασία για σαλιγκάρια ώστε να είναι έτοιμα να φαγωθούν- κι εκείνος γύρισε σπίτι με μια ολόκληρη κατοστάρα στην τσέπη, από την πώληση μόνο ενός μικρού μέρους χοχλιών απ’ όσους είχε μαζέψει τόσες μέρες, δεν πίστευε ούτε ο ίδιος όταν άκουσε τον εαυτό του να λέει:
 «Ρε μάνα, κράτα μια πάρτη από τσ’ άλλους και για το σπίτι, μη τση δώσουμε όλους. Και πες μου μ’ ήντα τρόπο είναι πιο νόστιμοι να τση ψήσεις για να τση δοκιμάσω…» πρότεινε και είδε τη μάνα του να τον κοιτάζει και να σταυροκοπιέται.
 «Ήντα ξανοίγεις εμένα; Δε ξανοίγεις τη κατοστάρα καλλιά; Κατοστάρα!!!!! Ποιος μου ξανάδωσε εμένα ποτέ μια ολόκληρη κατοστάρα μεροκάματο; Ε, ακόμα θα τση σιχαίνομαι; Άσε δηλαδή που λέω να σκεφτώ και πιο σοβαρά το πράμα και να δω αν υπάρχει τρόπος να το κάμω κανονικό επάγγελμα… κάποια προγράμματα θα υπάρχουν και για χοχλιδοπαραγωγούς, δεν μπορεί…»

Ρίκη Ματαλλιωτάκη
Η Ρίκη Ματαλλιωτάκη γεννήθηκε, ζει και εργάζεται ως δημοσιογράφος στο Ηράκλειο Κρήτης.

Είναι μητέρα ενός παιδιού, την αφορούν τα κοινά, ζωγραφίζει, αγαπά τα ζώα, τους ανθρώπους, και ονειρεύεται ένα καλύτερο κόσμο τον οποίο κατά το δυνατόν προσπαθεί να τον δημιουργήσει μέσα στις σελίδες της.

Από τις εκδόσεις ΔΩΡΙΚΟΣ κυκλοφορούν τα βιβλία της:
  • «Ο πρωτογόνατος της καρδιάς μου»
  • «Η αγάπη νίκησε το χρόνο»
  • «Το τρενάκι»
  • «Δια χειρός ζωής»
  • «Γλυκό βύσσινο»
  • «Στων μελτεμιών τις ράχες»
  • «Δε θέλω να ξοδευτώ άλλο»
  • «Αχ πως της αρέσει να μιλά...»
  • «Στον κόκκινο παράδεισο της αγάπης»
Από τις εκδόσεις ΟΣΤΡΙΑ κυκλοφορούν τα βιβλία:
  • «Η ακαμψία του αίσχους»
  • «Σμυρνιά» ένα ιστορικό μυθιστόρημα- αληθινή ιστορία
και τώρα, το τελευταίο της βιβλίο: 
  • «Έρωτας στις ουρές των συσσιτίων»
Αποτέλεσμα εικόνας για «Έρωτας στις ουρές των συσσιτίων»

Για το συγγραφικό της έργο έχει βραβευτεί επανειλημμένως από δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς.

Με την συγγραφέα επικοινωνείτε εδώ:
rikimatal@yahoo. gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου