Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2016

ΑΦΙΕΡΩΜΑ: Η Λογοτεχνία στην Ελλάδα της κρίσης

Τέσυ Μπάιλα - «Η Λογοτεχνία στην Ελλάδα της κρίσης»
Ο πολιτιστικός ιστότοπος Πολιτιστική Ατζέντα, διοργανώνει μια σειρά δημοσιεύσεων σε ζητήματα που αφορούν τη Λογοτεχνία και πρώτο μας θέμα είναι: «Η Λογοτεχνία στην Ελλάδα της κρίσης».
Ευχαριστούμε τη συγγραφέα Τέσυ Μπάιλα, που ανταποκρίθηκε στο κάλεσμά μας και μας έστειλε το αδημοσίευτο διήγημά της με τίτλο «Η λογοτεχνία στην Ελλάδα της κρίσης» που δημοσιεύουμε:

«Η Λογοτεχνία στην Ελλάδα της κρίσης»

Ανηφόριζε την οδό Σταδίου. Σκυφτός. Έκανε κρύο και τα χέρια του ήταν παγωμένα μέσα στις τσέπες του σακακιού του. Σε λίγη ώρα θα άρχιζε η ομιλία του σε ένα από τα μεγαλύτερα βιβλιοπωλεία της Αθήνας. Θέμα: «η λογοτεχνία στην Ελλάδα της κρίσης». Ανυπομονούσε να έρθει η ώρα αν και όσο πλησίαζε η  αγωνία του, τόσο για την επαρκή προσέλευση του κοινού όσο και για την έκβαση της ομιλίας, όλο και μεγάλωνε.

Η αλήθεια ήταν ότι προετοιμαζόταν για μέρες. Όμως και άλλες τόσες να είχε στη διάθεσή του έτοιμος δε θα ένιωθε. Η πρόταση να συμμετάσχει σε αυτό το πάνελ, ανάμεσα σε διακεκριμένους συγγραφείς για πρώτη φορά ύστερα από δέκα χρόνια ενεργής παρουσίας του στα λογοτεχνικά δρώμενα ήταν ιδιαίτερα τιμητική και ήθελε όλα να πάνε καλά. Κάθε τόσο έβαζε το χέρι του στην τσέπη του παντελονιού του για να σιγουρευτεί πως το διπλωμένο χαρτί της με την ομιλία του ήταν πράγματι εκεί. Περπατούσε και προσπαθούσε να αυτοσυγκεντρωθεί και να ανακαλέσει στο νου τούς βασικούς άξονες της ομιλίας σε μια προσπάθεια να τακτοποιήσει τις σκέψεις του και να διασκεδάσει το άγχος.

«Για πολλά χρόνια μείναμε αμέτοχοι παρατηρητές μια πολιτισμικής μετριότητας που κατέκλυζε την κοινωνία, γεγονός που καθόρισε, συν τοις άλλοις, και τη λογοτεχνική παραγωγή του τόπου. Από την εποχή του Ομήρου έως τις μέρες μας όμως η παραγωγή αυτή στην Ελλάδα είναι ταυτόσημη μιας τέχνης που ακόμα και στις πιο δυσμενείς συνθήκες μπορεί να παράγει πολιτισμό, αξιοποιώντας την παράδοση αιώνων.

»Μπορεί επίσης να αφουγκράζεται τον παλμό της εποχής, να γίνεται πρότυπο μιας φωτεινότητας που τα σκοτάδια του κόσμου δεν μπόρεσαν να σβήσουν. Και αν έχει κάποια αξία αυτή την εποχή η λογοτεχνία είναι ότι μπορεί να γίνει το αντιστύλι ενός λαού σε περιόδους ανυπέρβλητων δυσκολιών. Σε περιόδους που το κλίμα της δημιουργίας έχει πληγεί ανεπανόρθωτα. Μια ανάσα ζωής στον άνθρωπο που θα κρατηθεί ξανά από τις αξίες της, όταν όλη αυτή η βαρβαρότητα της κρίσης που μαστίζει τη χώρα καταλαγιάσει. Στους βυθούς της θα στραφεί ο άνθρωπος και εκεί θα σκάψει βαθιά για να ανασύρει τη χαμένη αξιοπρέπεια μιας ολόκληρης γενιάς.  Επειδή η λογοτεχνία υπήρξε πάντα ένας τρόπος να φτάσει κανείς στην αυτογνωσία και να εκτιμήσει τα αίτια για την κρίση της εποχής με νέα δεδομένα τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο».

«…συλλογικό επίπεδο», επανέλαβε και πίεσε τον εαυτό του να θυμηθεί τι άλλο είχε γράψει σε εκείνο το καταραμένο χαρτί την ίδια στιγμή που το έβγαζε από την τσέπη του για να διαβάσει την επόμενη παράγραφο:

«Ανέκαθεν η λογοτεχνία εστίαζε στην ομορφιά και στα σκοτάδια του κόσμου. Στην αρμονία και στην αποκάλυψη μιας συντριπτικής αλήθειας. Στον έρωτα που εναρμονίζεται με την ελευθερία ή ταυτίζεται με τον θάνατο. Στην πολύτιμη αίσθηση της σύνθεσης ενός λεκτικού συνόλου που ρυθμίζεται με αυτάρκεια για να αποδώσει το πάθος και την ποίηση της ζωής.

Τελευταία στα θέματα, με τα οποία αρέσκονται οι συγγραφείς να ασχολούνται προστέθηκε και η κρίση των τελευταίων ετών. Θεματικοποιήθηκε ο εφιάλτης των μεγαλύτερων διαψεύσεων που έζησε ο Έλληνας λες και η αναφορά της λογοτεχνίας σ’ αυτόν θα ξορκίσει τα αποτελέσματά του. Η επισήμανση όμως μιας οικονομικής κατάστασης που επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τις αξίες του πολιτισμού και που παρά τις προσπάθειες των δημιουργών δεν καταφέρνει να αξιοποιήσει όλη αυτή την πνευματική κληρονομιά του τόπου ως παρηγορητικό καταφύγιο των κατοίκων του, σε ποιο βαθμό μπορεί άραγε να αποτιμηθεί, όταν βρισκόμαστε ακόμα μέσα στον πύρινο κλοιό της; Πώς μια κοινωνία που βιώνει την παρακμή θα μπορέσει να νιώσει τον παλμό της λογοτεχνίας, όταν την ίδια ώρα αγωνίζεται να κρατηθεί στον ιστορικό της ρόλο μέσα στη Δύση;

Αδύνατον να τα θυμάμαι απ’ έξω, σκέφτηκε και άρχισε να διαβάζει από την αρχή την πρώτη παράγραφο.

Έφτασε στο βιβλιοπωλείο χωρίς να το καταλάβει. Δίπλωσε το χαρτί και το έχωσε και πάλι στην τσέπη του. Δεν ήθελε να τον δει κανείς και να καταλάβει τη νευρικότητά του. Πήρε μια βαθιά ανάσα και κοίταξε το μεγάλο μπάνερ στην είσοδο του βιβλιοπωλείου με τις αναγγελίες των επόμενων εκδηλώσεων του μήνα.

Και τότε τον είδε. Για την ακρίβεια μια δυσάρεστη οσμή τον έκανε να στρέψει το βλέμμα προς το μέρος του. Στην αριστερή πλευρά του βιβλιοπωλείου, σε μια εσοχή μπροστά από το διπλανό κτήριο, ένας άντρας βρισκόταν καθισμένος ανάμεσα σε σωρούς από χαρτόνια, βρώμικες κουβέρτες, άπλυτα ρούχα και παλιοσίδερα. Ένας άστεγος από τους πολλούς της νέας πραγματικότητας που βίωνε τα τελευταία χρόνια η Αθήνα. Θα πρέπει να ήταν νέος αν και τα βρώμικα, ανακατεμένα του μαλλιά και το απεριποίητο γένι του έκαναν το ξερακιανό πρόσωπο με το ηλιοκαμένο δέρμα να μοιάζει πολύ μεγαλύτερο. Ρακένδυτος, με μακριά ακατάστατα μαλλιά και  τρύπια παπούτσια  κι ένα μισογεμάτο μπουκάλι ρετσίνα ακουμπισμένο δίπλα στο άθλιο μαξιλάρι του.

Δε θα του είχε κάνει καμιά εντύπωση—τι εντύπωση να προκαλέσει ένας ακόμη άστεγος στους δρόμους μιας πόλης βουτηγμένης στην ανέχεια και στην ανεργία για χρόνια;—αν ο άνθρωπος αυτός δεν κρατούσε στα χέρια του ένα βιβλίο. Με δυσκολία κατόρθωνε να διαβάζει μια και το φως της ημέρας είχε ήδη αρχίσει να υποχωρεί και τα θολά του μάτια μάλλον ελάχιστα τον βοηθούσαν. Παρέμενε όμως με προσηλωμένο το βλέμμα επάνω στις τσακισμένες και κατακίτρινες σελίδες που έμοιαζαν να λιώνουν, όταν τα κάτισχνα δάχτυλα με τα κατάμαυρα νύχια του άστεγου τις φυλλομετρούσαν.

Η λογοτεχνία στην Ελλάδα της κρίσης, σκέφτηκε. Αν ήμουν φωτογράφος και μου ζητούσαν μια μόνο φωτογραφία που να συνοψίζει το δράμα ενός λαού και τη δύναμη της λογοτεχνίας να ανασυνθέτει τον κόσμο αυτή τη φωτογραφία θα διάλεγα. Μια άστεγη σκέψη στα βρώμικα χέρια της απελπισίας, αυτό είναι η λογοτεχνία. Μια αναπάντεχη δέσμη φωτός στα σκοτάδια του κόσμου. Ναι, αυτό πρέπει να πω σήμερα στους ανθρώπους που θα έρθουν να ακούσουν την ομιλία μου. Τι κι αν οι άλλοι ομιλητές μιλήσουν με επιχειρήματα και αριθμούς για την κατάσταση της λογοτεχνίας στη χώρα; Τι κι αν προσπαθήσουν να αποδείξουν, με βάση τα επίσημα δεδομένα, πόσο η κρίση μείωσε το αναγνωστικό κοινό και ποιες αναγνωστικές ομάδες προτιμούν συγκεκριμένα βιβλία; Εκείνος θα μιλούσε από καρδιάς. Λογοτεχνία, κυρίες και κύριοι, θα τους έλεγε, είναι μια άστεγη σκέψη στα βρώμικα χέρια της απελπισίας, μια αστραπή στον κατάμαυρο ορίζοντα της ηθικής και πνευματικής παρακμής. Είναι η ηθική ενός απτόητου ονείρου που επανέρχεται. Ένας αήττητος άνεμος που χαρίζει διαύγεια στο νου και από το πέρασμά του και μετά αλλάζει η γεύση του κόσμου στα χείλη μας.

Γύρισε και κοίταξε για μια ακόμη φορά τον άστεγο άντρα που διάβαζε αγνοώντας κάθε ανθρώπινη ύπαρξη που περνούσε από κοντά του. Ένα μικρό γατί, βρώμικο κι αυτό, τριβόταν επάνω στο παντελόνι του αλλά εκείνος δεν έδωσε καμιά σημασία.

Έβγαλε το χαρτί με την ομιλία από την τσέπη του. Το τσαλάκωσε και το πέταξε σε μια γωνιά του δρόμου. Μπήκε στο βιβλιοπωλείο, είδε τον συγκεντρωμένο κόσμο να περιμένει και, σίγουρος πια για το τι θα πει, χαμογέλασε.
Τέσυ Μπάιλα 
Τέσυ Μπάιλα 
Η Τέσυ Μπάιλα κατάγεται από τη Σαντορίνη, αλλά γεννήθηκε στον Πειραιά.

Σπούδασε Ιστορία του Ελληνικού Πολιτισμού και Μετάφραση Λογοτεχνίας.

Ασχολείται με τη φωτογραφία, και ατομικές εκθέσεις της έχουν φιλοξενηθεί στο Πανεπιστήμιο Gakugei της Ιαπωνίας, αλλά και στην Αθήνα.

Είναι συντάκτρια του λογοτεχνικού περιοδικού Κλεψύδρα. Παράλληλα δημοσιεύει δοκίμια σε εφημερίδες και περιοδικά.

Από τις Εκδόσεις Ψυχογιός κυκλοφορούν τα βιβλία της: 

«Το μυστικό ήταν η ζάχαρη»


«Ουίσκι μπλε»

Αποτέλεσμα εικόνας για ΟΥΙΣΚΙ ΜΠΛΕ

και «Άγριες Θάλασσες»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου