Τρίτη 26 Απριλίου 2016

«Επιστροφή»

Διήγημα του Τάσου Καλούτσα
Ευχαριστούμε τον Θεσσαλονικιό συγγραφέα Τάσο Καλούτσα, που μας εμπιστεύτηκε και μας έστειλε το αδημοσίευτο διήγημά του με τίτλο «Επιστροφή» που δημοσιεύουμε με μεγάλη μας χαρά και τιμή. 

Επιστροφή

      Ξεκίνησε με μια ψιλή βροχούλα που πασπάλιζε την άσφαλτο και τώρα επέστρεφε με τον ήλιο πίσω του κι ένα κλωνί χαμομήλι ανάμεσα στα δάχτυλά του.
     Για λίγη ώρα έστεκε προφυλαγμένος στο υπόστεγο της στάσης λεωφορείων, έξω από το παλιό νεκροταφείο. Μια παρέα νεαρών φοιτητών τιτίβιζε  δίπλα του. Όταν κόπασε το λιανοβρόχι, συνέχισε το δρόμο του.

     Λίγο πριν το τέρμα της λεωφόρου, απέναντι από το μεγάλο στάδιο, αποφάσισε να στρίψει στην κατηφοριά,  ακολουθώντας  έναν παράδρομο προς το κέντρο της πόλης. Αρχές του Μάη και η  περιοχή πνιγόταν σε οργιαστική βλάστηση. Σταμάτησε να φωτογραφήσει έναν καταπράσινο θάμνο- μάλλον αφροξυλιά- με πλήθος άσπρα λουλουδάκια και φόντο ένα επίβουλο μελανό σύννεφο που απομακρυνόταν. Η βροχή είχε νοτίσει απαλά τα πάντα γύρω του κι έσκυψε πάνω στο κινητό του να δει αν είχαν αποτυπωθεί οι νεροσταγόνες στα φυλλαράκια του φυτού. Σε μικρή απόσταση παρακάτω,  σκόρπιες συστάδες άγρια τραντάφυλλα,  με κόκκινο επιθετικό χρώμα, σαν φύλακες του κτιρίου με την επιγραφή Ησυχαστήριο,  τον σταμάτησαν πάλι για να τις απαθανατίσει.

     Είχε την αίσθηση πως δρασκελούσε το κατώφλι ενός διαφορετικού  κόσμου,  που μέχρι σήμερα δεν υποπτευόταν εκεί την παρουσία του. Κατηφόρισε την πέτρινη σκάλα προς το πλάτωμα με τις ισκιωμένες καστανιές, που έμοιαζε με λόχμη. Τα βήματά του τον έφερναν ολοένα πιο κοντά στο σκηνικό της παράξενης αποκάλυψης που  προσδοκούσε. Έφτασε χαμηλά στο λάκκο και διάβηκε το ξύλινο γεφυράκι, κάτω απ’ το θόλο που σχημάτιζαν τα πυκνά φυλλώματα των δέντρων, δίπλα σε σπίτια ερειπωμένα χωρίς οροφές και δωμάτια με γυμνούς τοίχους. Το νερό κυλούσε κελαρυστό κι η μυρωδιά του θύμιζε πολυκαιρισμένο βρύο. Του θύμισε τα γλιτσιασμένα ρυάκια στις ρεματιές, στ’ ανατολικά της πόλης, όπου τριγυρνούσε μικρός πλατσουρίζοντας ξυπόλητος με την παρέα του, ψάχνοντας για βατράχια και γυρίνους. Τα ίδια ψηλά αγριόχορτα, με τις κυματιστές σειρές από παπαρούνες ανάμεσα στις  αφάνες, φύτρωναν και σ’ αυτό το λάκκο.

     Διέσχιζε έκπληκτος ένα κομμάτι παρθένου φυσικού τοπίου,  περιτριγυρισμένο από νεκρά οικήματα, υπολείμματα μιας πολύβουης γερασμένης πόλης που ψυχορραγούσε στο κατώφλι του. Λίγο παρακάτω ωστόσο το τοπίο ανασυνταζόταν, σε μια διαφορετική εκδοχή:  Σ’ έναν περιφραγμένο από ανθισμένες βραγιές  λαικό οικισμό, που ξαφνικά περιδύθηκε στα μάτια του, αστράφτοντας, το μελιχρό φως του απογεύματος. Στο σημείο όπου υποτίθεται ήταν η κεντρική είσοδος σταματούσε ένας στενός ασφαλτοστρωμένος δρόμος, με ελάχιστα παρκαρισμένα αμάξια. Στο εσωτερικό του οικισμού συνεχιζόταν ως χωματόδρομος, περνώντας ανάμεσα από χαμόσπιτα με τετράγωνα ντουβάρια και παράγκες με τσίγκινες στέγες, μικροσκοπικές αυλές και παρτέρια κατάφορτα από λουλούδια. Ξεχώριζε, αραιά και πού, ανθρώπινες σιλουέτες μπροστά στις πόρτες.
Συνειδητοποιώντας ότι συμπεριφέρεται σαν τουρίστας ή περιηγητής μέσα στην ίδια την πόλη του, ξανάβγαλε το κινητό του και τότε ένας σκύλος τον γάβγισε. Στεκόταν καταμεσής του δρόμου σαν φύλακας που απαγόρευε την είσοδο στον οποιονδήποτε παρείσακτο. Απέφυγε να προχωρήσει, κυρίως για να μην ενοχλήσει με τη φιλοπερίεργη διάθεση του τους φτωχοντυμένους ανθρώπους, να μην τους κάνει να νιώσουν άβολα.

     Προτίμησε να κάνει το γύρο, περπατώντας κατά μήκος του εξωτερικού φράχτη. Τον σκέπαζαν ζωηρόχρωμες τριανταφυλλιές και φουντωμένες βατσινιές με πριονωτά φύλλα. Σε μια γωνιά κάποιος είχε φτιάξει ένα αυτοσχέδιο πάρκιν-οχυρό για το μηχανάκι του,  καλυμμένο με σανίδες και φυλλωσιές. Απ’ αυτή τη μεριά τα ψηλά δέντρα εμπόδιζαν τη θέα στο εσωτερικό του καταυλισμού, που φάνταζε σαν απροσπέλαστο άδυτο.

     Λίγο παρακάτω όμως η παραγκογειτονιά άνοιγε  κι εμφανιζόταν πάλι ο δρομάκος που την έτεμνε στα δυο. Κοντοστάθηκε προσπαθώντας να φανταστεί το είδος της ζωής που κάνανε οι έγκλειστοί της. Μερικά παιδιά διακρίνονταν στο ρυάκι που κυλούσε παράλληλα με το χωματόδρομο, έβγαιναν από τις αυλές και παίζανε φορώντας μόνο το εσώρουχο τους, κυνηγιόντουσαν. Οι φωνές τους ηχούσαν χαρούμενες και ανέμελες. Στην άκρη μιας στενής βεράντας, ένας πατέρας κούρευε το παιδί του. Ένας άλλος πιτσιρικάς, ίσως το αδελφάκι του, στριφογύριζε δίπλα τους, περιμένοντας υπομονετικά τη σειρά του. Στο βάθος μπορούσε να διακρίνει ασπρόρουχα απλωμένα  σε μπουγαδόσκοινα,  που ανέμιζαν ελαφρά στην ανοιξιάτικη, μυρωμένη  αύρα του απογεύματος.

     Ήξερε ότι παρόμοιοι οικισμοί είχαν δημιουργηθεί κατά καιρούς από πρόσφυγες και μετανάστες που αναζητούσαν καταφύγιο στις μεγαλουπόλεις. Και πρώτα απ’ όλα είχε άμεση εμπειρία από τη δική του  προσφυγική γειτονιά όπου ζούσε παλιά με την οικογένειά του, ενώ σε μικρή απόσταση κοντά τους είχανε χτίσει τη δική τους παραγκούπολη οι αθίγγανοι. Τα παιδιά μπορεί να γυρνούσαν κάθε τόσο στο σπίτι με σπασμένα τα κεφάλια τους από τον πετροπόλεμο, αλλά μεγαλώνανε μαζί. Στις δεκαετίες που ακολούθησαν η πόλη άπλωσε τα πλοκάμια της προς όλες τις κατευθύνσεις κι η άναρχη ανοικοδόμηση με αντιπαροχή τα ισοπέδωσε όλα. Χάθηκαν τα φτωχόσπιτα με τους μοσχοβολιστούς μπαξέδες, τις κρεμαστές κληματαριές και τα λογής καρποφόρα δέντρα στις αυλές τους. Ήταν θαύμα που ανακάλυπτε τώρα, μετά από τόσο καιρό,  στην καρδιά της πόλης, έναν  μαχαλά που του θύμιζε εκείνη την εποχή- ωραία χρόνια, παρ’ όλες τις δυσκολίες τους- έναν «τενεκέ μαχαλά» σαν  αυτόν περίπου που ανάφερε στα γραπτά του κι ένας γνωστός συγγραφέας: «…πίσω από μπουγάδες, μέσα από παράγκες φτιαγμένες από λαμαρίνες και πισσόχαρτο που τ’ ανοίγματά τους καλύπτονται με τσουβάλια και κουρελούδες…».

       Ασφαλώς  ήξερε  και τους κινδύνους που παραμόνευαν σε τέτοιους συνοικισμούς. Ποιος δεν είχε ακουστά τις περίφημες φαβέλες τής Βραζιλίας, που είχαν μετατραπεί σε γκέτο, όπου δραστηριοποιούνταν αδίσταχτες συμμορίες…  Αλλά δεν έβλεπε να υπάρχει καμιά σχέση.

     Πρόκειται απλώς για φτωχολογιά κι άνθρωποι σαν αυτούς δεν θα πάψουν ποτέ να υπάρχουν!... είπε σχεδόν φωναχτά στον εαυτό του, παρατηρώντας με την άκρη του ματιού του μια ρακένδυτη γυναίκα σκυμμένη στο βάθος, στο σκουπιδότοπο- θέαμα άλλωστε συνηθισμένο, ιδιαίτερα στις μέρες μας. Πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις που είχε ζήσει, τον παράσερναν ξαφνικά σε μια παράξενη δίνη αναμνήσεων και συναισθημάτων και τον γυρνούσαν πίσω στον παράδεισο της παιδικής του ηλικίας. Ο ένας συνειρμός έφερε τον άλλον και κατέληξε να θυμηθεί πως μια φαβέλα στο Σάο Πάολο την είχανε βαφτίσει  Παραδεισούπολη -ονομασία  που  ηχούσε τώρα στ’ αφτιά του σαν κυριολεξία και όχι  σαν ευφημισμός.

     Το σκυλί εμφανίστηκε πάλι και τον γάβγισε, λες κι ήθελε να του υπενθυμίσει  πως δεν είχε το δικαίωμα να επιβουλεύεται, έστω με τη φαντασία του, την ιδιωτικότητα αυτών των ανθρώπων. Το σκυλί βέβαια δεν καταλάβαινε ότι οι περιστάσεις, ανοίγοντας απρόσμενα ένα παράθυρο στο παρελθόν, είχαν ξεσηκώσει μέσα του ένα κύμα έντονης νοσταλγίας , στο οποίο δεν ήταν εύκολο ν’ αντισταθεί. Με το βλέμμα ακόμα κολλημένο στο παιχνίδισμα του ήλιου στις λαμαρινοσκεπές, έκανε μερικά βήματα, σαν υπνωτισμένος. Λίγο παρακάτω σκύβοντας σχεδόν μηχανικά έκοψε ένα κλωναράκι χαμομήλι και χαιδεύοντας  τρυφερά το μίσχο του, το έφερε στο ρουθούνι του. Έτσι έκανε παλιά, θυμόταν, κι ο πατέρας του. Ο περίπατος στη εξοχή τον μάγευε και κάθε τόσο έσκυβε καταγής να μαζέψει ένα λουλουδάκι – μ’ αυτό το λάφυρο στα δάχτυλά του επέστρεφε συνήθως στο σπίτι.


Τάσος Καλούτσας

Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου και ζει. Έχει κυκλοφορήσει πέντε συλλογές διηγημάτων. Τελευταία: «Η ωραιότερη μέρα της» (Μεταίχμιο, 2010).

2 σχόλια:

  1. Ένα μικρό αριστούργημα. Ένας κολασμένος παράδεισος.
    Ο Καλούτσας συνδέοντας το παρών με το παρελθόν, κυματίζει την συνέχεια της ζωής μέσα στην ομορφιά της απλότητας και της πανταχού παρούσας φύσης.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Χρειάζεται μεγάλο ηθικό σθένος για να εντοπίσει ένας καλλιτέχνης την ομορφιά μέσα σε συνθήκες ανέχειας και δυσκολιών,ίσως και δυστυχίας, χωρίς να επιστρατεύσει την νοσταλγία. Και χρειάζεται μεγάλη μαστοριά για να την αποδώσει ως παρόν.

    ΑπάντησηΔιαγραφή