Σάββατο 9 Απριλίου 2016

«Όλα για την Ελίζα»

Συνέντευξη της «Πολιτιστικης Ατζέντας» με τους συντελεστές της παράστασης
Σας παρουσιάζουμε την συνέντευξη που παραχώρησαν στo blog μας οι: Μαριάννα Κυριακάκη συγγραφέας του έργου, ο Μάνος Αντωνίου σκηνοθέτης και συμπρωταγωνιστής και η Τζίνα Δημητροπούλου πρωταγωνίστρια.

Στην παράσταση συμμετέχουν επίσης οι, Μάκης Αρβανιτάκης, Ιορδάνης Καλέσης και ο Μπάμπης Βρακάς. 

Κάθε Σάββατο και Κύριακή στις 18:00 στο θέατρο Λύχνος. (παραστάσεις μέχρι τις 24 Απριλίου 2016)

Μαριάννα Κυριακάκη: Λίγα λόγια για το έργο. Από πού να αρχίσω, το έργο, βασικά η ιδέα γεννήθηκε από τη διάθεσή μου να φτιάξω ένα κείμενο αισιόδοξο. Επειδή γενικότερα η εποχή μας είναι απαισιόδοξη, εγώ ήθελα να γράψω κάτι αισιόδοξο και η αισιοδοξία είναι για εμένα συνυφασμένη με τα όνειρα. Δηλαδή αν κάποιος δεν ονειρεύεται, αν δεν κάνει όνειρα και αν δεν προσπαθεί να πραγματοποιήσει αυτά τα όνειρα, δεν έχει κανένα νόημα, δεν υπάρχει αισιοδοξία.
Έτσι, λοιπόν βγήκε ο χαρακτήρας  της ηρωίδας, που κυνηγάει ένα όνειρο και που της δίνεται η ευκαιρία, κάποια στιγμή, να πραγματοποιήσει το όνειρό της κερδίζοντας ανέλπιστα, ένα μεγάλο χρηματικό ποσό. Ανορθόδοξος ηθικά τρόπος, επειδή έχω χρήματα, να επιβάλω στην ουσία την πραγματοποίηση του ονείρου μου, γιατί υποτίθεται ότι αν κάποιος αποτελεί κομμάτι του ονείρου μου, θα πρέπει οικιοθελώς και με την ψυχή του να συμμετέχει στο όνειρο και όχι να αναγκάζεται να συμμετέχει στο όνειρό σου.

Το χρήμα δηλαδή γίνεται το μέσο για να πραγματοποιηθεί το όνειρο…

Μαριάννα Κυριακάκη: Πρόσεχε να δεις, ναι, κάποιες φορές όταν θέλεις να πραγματοποιηθεί το όνειρο, όπως στην προκειμένη περίπτωση με την ηρωίδα του έργου, όπως είναι στο κείμενο. Αν και κατά βάθος δεν θέλει να γίνει ηθοποιός, εκείνη ήθελε να παίξει το ρόλο στο «Ωραία μου κυρία» .
Αυτός ήταν ο καημός της ο μεγάλος. Ουσιαστικά έρχεται και αναγκάζει έναν άφραγκο θιασάρχη - θεατρώνη και έναν κουλτουριάρη σκηνοθέτη, ο οποίος  άλλα πράγματα θέλει να κάνει και καταπιέζεται από το γεγονός ότι δεν έχει χρήματα για να τα καταφέρει, να κάνει αυτό που εκείνος επιθυμεί και αναγκάζεται να συμβιβαστεί σε μια κατάσταση. Είναι ανήθικο το ότι συμμετέχει στο όνειρο της ηρωίδας.

Ηθικό για την ηρωίδα που το κάνει και ανήθικο για τον σκηνοθέτη που εμμέσως μπορεί να πραγματοποιήσει και το δικό του όνειρο. Μέσα από το παιχνίδι ηθικού και ανήθικου και το παιχνίδι του χρήματος, τελικά στην πορεία βολεύονται και οι δυο.

Τζίνα Δημητροπούλου, Μάκης Αρβανιτάκης, 
Ιορδάνης Καλέσης Μάνος Αντωνίου
Συνδυάζετε στο έργο δηλαδή, το θέμα του χρήματος με την ανηθικότητα

Μαριάννα Κυριακάκη: Ναι…

Τζίνα Δημητροπούλου: Ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα;

Μαριάννα Κυριακάκη: Όχι δεν πιστεύω σε αυτό. Τον σκοπό τον κυνηγάμε, για να τον πετύχουμε αλλά πάντα μέσα σε προκαθορισμένα όρια.

Δηλαδή και ο σκηνοθέτης ο κουλτουριάρης, αν είχε χρήματα, δεν θα πραγματοποιούσε και το δικό του όνειρο;

Μαριάννα Κυριακάκη: Ναι θα χρησιμοποιούσε τα χρήματα, αλλά…

Συγνώμη που σε διακόπτω, αλλά ας πούμε πως ο θεατρώνης θα έλεγε: μην κοιτάς ποιος τα κέρδισε, κοίτα το γεγονός που  έρχονται

Μαριάννα Κυριακάκη: Ναι, αυτή είναι η ευκολία, πως εντάξει, έρχονται όπως κι αν έρχονται τα λεφτά και εμείς τα παίρνουμε και πάμε. Όπως και να έχει το θέμα. Το χρήμα χρησιμοποιείται σαν μέσο, διότι αυτό καταλαβαίνει ο περισσότερος κόσμος. Εξάλλου φράσεις όπως: όποιος έχει λεφτά μπορεί να κάνει ότι θέλει, ή για να σε εκτιμούν πρέπει  να έχεις χρήματα και να είσαι κάτι, έχουν περάσει τόσο πολύ μέσα στην ζωή των ανθρώπων…

Λανθασμένα μεν, γιατί δεν θα έπρεπε να ισχύει αυτός ο κανόνας, αλλά οι περισσότεροι το πιστεύουν και το πιστεύω και εγώ, που το κατακρίνω σαν λάθος!

Είναι αλήθεια πως ζούμε σε μια κοινωνία που αποτιμά τα πάντα σε σχέση με το χρήμα, ή καλύτερα με το νόμισμα, αφού το μέτρο των πάντων είναι ο άνθρωπος, που αποτιμά τα πάντα ίσως με μια ηθική αξία και κατ’ επέκταση με μια νομισματική αξία. Όμως κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο στην εποχή μας για να πραγματοποιηθεί το οτιδήποτε…

Μαριάννα Κυριακάκη: Είναι απαραίτητο, αλλά δεν θα έπρεπε κανονικά  γιατί καταντά έτσι το μοναδικό μέσο για να γίνονται πράγματα…  Με αυτή την έννοια το λέω. Ότι και να κάνεις, από την στιγμή που ζεις σε μια κοινωνία όπου η λειτουργία της βασίζεται στο χρήμα και αφού η κοινωνία δεν είναι πια ανταλλακτική αλλά είναι βασισμένη στο χρήμα, έτσι κι αλλιώς λοιπόν αυτή είναι η κοινωνία που ζούμε, καλό θα ήταν λοιπόν να μην ήταν το χρήμα ο μόνος τρόπος για να μπορείς να πραγματοποιείς τα όνειρά σου.
Για εμένα θα ήταν πιο ωραίο να ζούμε με πέντε άτομα, που αγαπάει ο ένας τον άλλο, που περνάει καλά ο ένας με τον άλλο, που ξέρει ο ένας τον άλλο και τους κώδικές του, που συμπράττοντας δημιουργούν κάτι. Το όνειρο που κυνηγούν έχει πιο μεγάλη αξία…

Συναισθηματικά έχει μεγαλύτερη αξία

Μαριάννα Κυριακάκη: Έχει και ουσιαστική αξία, γιατί το χρήμα πολλές φορές και το βλέπουμε σε μεγάλες παραγωγές ας πούμε αν μιλάμε για θέατρο, ή και όπου υπάρχει πολύ χρήμα, παρατηρούμε ένα πράγμα λαμπερό αλλά ουσιαστικά στερείται ψυχής…

Με αυτή την αφορμή λοιπόν, για να γυρίσουμε ξανά στην ηρωίδα του έργου, πραγματοποιεί το όνειρό της, που δεν είναι άλλο από το να μπει στη διαδικασία ως εκκολαπτόμενη ηθοποιός, να ανεβάσει το έργο και να παίξει τον πρωταγωνιστικό ρόλο.

Χωρίς να γνωρίζει βέβαια την διαδικασία στην οποία μπαίνει, γιατί το έργο από μόνο του στην ουσία μιλάει για την ανακάλυψη της ψυχής. Της ατομικότητας  του καθένα. Που μέσα από τον σκηνοθέτη που είναι μια αντανάκλαση του Χίγκινς όπως το σκέφτηκε ο Μπέρναρντ Σω της δίνει τη δυνατότητα να εκπαιδεύεται σαν άνθρωπος, ως  σκέψη, ως  αντίληψη των πραγμάτων.

Παιδεύεται ή εκπαιδεύεται;

Μαριάννα Κυριακάκη: Και παιδεύεται και εκπαιδεύεται. Εκπαιδεύεται που; Οι αξίες που της δίνει ο σκηνοθέτης  είναι γνήσιες, είναι αληθινές. Το αν ο ίδιος τις κάνει πράξεις στη ζωή του, είναι μια άλλη ιστορία. Αλλά όσα εκείνος της μαθαίνει, είναι γνήσιες, αληθινές αξίες κι έτσι, η ηρωίδα αποκτά τις αληθινές αξίες και γι’ αυτό αντιδρά. Αντιδρά απέναντι στον δάσκαλο και τα όσα της έδωσε επειδή εκείνος δεν τα κάνει πράξη.

Βέβαια, υπάρχει αυτή η αναντιστοιχία…

Μαριάννα Κυριακάκη: Με λίγα λόγια δηλαδή, το έργο είναι η πορεία ενός ανθρώπου, που κυνηγάει το όνειρό του, που νομίζει ότι στην ουσία το όνειρό του είναι το «ωραία μου κυρία» , αλλά μέσα από αυτό, το όνειρό του γίνεται ένα κυνήγι για να αποκτήσει προσωπικότητα και αξίες. Αυτό που θα του δώσει στο μέλλον τη δυνατότητα να διεκδικεί το οτιδήποτε, χωρίς να χρειάζεται το χρήμα για να το πραγματοποιήσει.

Μου έκανε εντύπωση πως διάβασα σε μια κριτική, για τη γλώσσα που χρησιμοποιήσατε στο έργο σας, για τα σωστά ελληνικά, καθώς και την εκφορά του λόγου από τους ηθοποιούς. Δεν είναι κάτι αυτονόητο αυτό στο θέατρο;

Μαριάννα Κυριακάκη: Όταν παρασύρεσαι, δηλαδή, όταν κάποιος γράφει, ή μεταφράζει, ή κάνει οτιδήποτε και αυτός που χειρίζεται τη γλώσσα έχει στο μυαλό του μόνιμα το να πετάξει μερικά τσιτάτα ή να χρησιμοποιήσει κάποια στοιχεία, όπως βωμολοχίες, επειδή αποσκοπά στο γέλιο θεατών, ε, τότε πολλές φορές η γλώσσα πάει… περίπατο!
Εγώ απλά δεν συνηθίζω στο κείμενό μου να χρησιμοποιώ κάτι τέτοιο και ας ακούγεται υπερβολικό. Δεν είναι αυτό τέλος πάντων που επιθυμώ όταν γράφω και προσπαθώ αυτά που γράφω να είναι απλά και κατανοητά.

Ωραία, ας έρθουμε τώρα στην πρωταγωνίστρια. Ποια ακριβώς είναι η Κούλα;

Τζίνα Δημητροπούλου: Η Κούλα είναι ένα πλάσμα γεμάτο όνειρα. Ένα πλάσμα που στη διαδρομή της ζωής της, ο περίγυρός της λόγω της ηλικίας και της ανικανότητάς της και το γεγονός ότι είναι ακαλλιέργητη  και πως δεν έχει τύχει γενικής μόρφωσης, την έφερε στη θέση να μην μπορεί να πραγματοποιήσει τα πράγματα που θα ήθελε πάρα πολύ να κάνει.

Έχει ένα βασικό όνειρο. Εγώ πιστεύω πως το όνειρό της είναι ο συγκεκριμένος ρόλος και όχι τόσο το να γίνει ηθοποιός. Αυτό νομίζω ότι έρχεται στην πορεία. Δηλαδή, όσο διδάσκεται και όσο εκπαιδεύεται, αρχίζει να ανακαλύπτει το πόσο ωραίο είναι αυτό που κάνει… και νομίζω ότι αν υπήρχε συνέχεια στο έργο, αυτή η γυναίκα θα έπρεπε να κάνει μόνο αυτό στη ζωή της, να επιλέγει ρόλους. Όμως πηγαίνει, κερδίζοντας τα χρήματα, μόνο και μόνο για να ανεβάσει το «Ωραία μου κυρία». Εγώ σε αντίθεση με την Μαριάννα, δεν το βρίσκω αυτό ανήθικο, γιατί είναι τόσο ιερό αυτό που εκείνη αισθάνεται, που δεν νομίζω ότι μπορεί να το «βρομίσει» ή να το «χαλάσει» μέσα από το γεγονός ότι αποκτά τα χρήματα και προσπαθεί να το πετύχει.

Γενικά πιστεύω ότι όταν θέλεις να πετύχεις το όνειρό σου, δεν έχει δέος κανένας τρόπος με τον οποίο προσπαθείς να το προσεγγίσεις. Εξαιρείται βέβαια το να κάνεις άσχημα πράγματα, να σκοτώσεις για να πετύχεις, έτσι; (γέλια)

Είναι ένας άνθρωπος γλυκός, καθαρός ανοιχτός, αυτό είναι η Κούλα, ένας άνθρωπος που δεν κρατάει τίποτα για τον εαυτό του, που τα λέει όλα ξεκάθαρα.

Χρησιμοποίησες κάποιες λέξεις όπως «ακαλλιέργητη». Τι είναι η μόρφωση τελικά;

Τζίνα Δημητροπούλου: Μόρφωση σήμερα δυστυχώς θεωρείται η εξειδίκευση. Το γεγονός ότι η πρωταγωνίστρια είναι πιο ευγενική, πιο καθαρή και πιο ντόμπρα από έναν πιο «μορφωμένο» που γνωρίζει μέσα στο θέατρο, αυτό την κάνει νομίζω πολύ καλύτερη από εκείνον.

Ίσως να θεωρούμε για μόρφωση το θέμα των γνώσεων και όχι την συναισθηματική ίσως μόρφωση…

Τζίνα Δημητροπούλου: Βεβαίως, αλλά θέλει πολύ δουλειά για να αλληλοσυμπληρωθούν αυτά τα δυο. Πρέπει να διαθέτεις και συναισθηματική νοημοσύνη και υπάρχουν άνθρωποι κενοί. Χωρίς συναισθηματική και κοινωνική νοημοσύνη δεν υπάρχει μόρφωση. Είναι μια συνάρτηση πολλών πραγμάτων μαζί.



Στο έργο η Κούλα ερωτεύεται. Τι είναι ο έρωτας για την πρωταγωνίστρια;

Τζίνα Δημητροπούλου: Δεν είναι κάτι διαφορετικό στην Κούλα από ότι είναι ο έρωτας για όλους τους ανθρώπους. Στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι δύναμη, γιατί αν δεν έμπαινε στη διαδικασία να ερωτευτεί από τον ενθουσιασμό της για αυτόν τον άνθρωπο που δεν τον γνώριζε, πιστεύω πως τελικά δεν θα έμενε σε αυτόν τον καινούριο για εκείνην χώρο. Θα κυνηγούσε αλλού το όνειρό της… Εκείνη κράταγε στην τσέπη της τα χρήματα και μπορούσε να τα πάρει και να πάει παρακάτω.

Μαριάννα Κυριακάκη: Απλά θα ήθελα να πω, ότι είναι πρακτικά σχεδόν αναπόφευκτο να ερωτευτεί τον Κίμωνα η Κούλα, γιατί παίζει αυτή η σχέση του δασκάλου με τη μαθήτρια. Αυτό είναι γενικότερο φαινόμενο. Κάτι που ισχύει γενικά και όχι μόνο μιλώντας για το χώρο του θεάτρου.

Τζίνα Δημητροπούλου: Πόσες έχουν ερωτευτεί τον ψυχαναλυτή τους για παράδειγμα…

Μαριάννα Κυριακάκη: Ναι, γιατί υπάρχει αυτή η εξάρτηση που δημιουργεί και δέος, είναι σαν να βρίσκεσαι σε μια πηγή κοντά και συνέχεια ρουφάς, ρουφάς πράγματα. Και είναι λογικό κάτι τέτοιο όταν το παιχνίδι είναι εγκεφαλικό, είναι αναπόφευκτο να υπάρξει έρωτας από τη μαθήτρια προς το δάσκαλο ή τη δασκάλα ανάλογα. Από τον δάσκαλο δεν είναι απαραίτητο πως θα υπάρξει έρωτας, αλλά η μαθήτρια ή ο μαθητής (επειδή ακριβώς ξεκινάει από μειονεκτική θέση και σιγά - σιγά αναπτύσσεται) είναι λογικό, είναι το πρότυπό του εκείνη τη στιγμή.

Οπότε η Κούλα δεν θα μπορούσε να περάσει έτσι. Τώρα το αν θα παρέμενε ή θα έφευγε στη σχέση για παράδειγμα, είναι μια άλλη ιστορία. Αλλά ότι περνάει από τη «διαδικασία» του έρωτα, είναι αναπόφευκτο.

Τζίνα Δημητροπούλου: Αλλά πάντα σε σχέση με την Κούλα, θεωρώ ότι το πιο σημαντικό για εκείνη, είναι το όνειρο που έχει…

Πρέπει να κυνηγάμε τα όνειρά μας; Όσο και απατηλά κι αν είναι;

Μαριάννα Κυριακάκη-Τζίνα Δημητροπούλου: Βεβαίως πρέπει. Πρέπει οπωσδήποτε! Ακόμα κι αν κυνηγάμε χίμαιρες ναι.

Τζίνα Δημητροπούλου: Μέχρι ενός σημείου. Όλη αυτή η διαδικασία του «να κυνηγάς», είναι ζωή, είναι εμπειρία, είναι πάρα πολλά πράγματα.

Αυτό που μετράει είναι μόνο το «ταξίδι» ή και η «Ιθάκη»;

Τζίνα Δημητροπούλου: Μετράει το ταξίδι, αλλά η Ιθάκη θα είναι πάντα Ιθάκη…

Μάνος Αντωνίου, Τζίνα Δημητροπούλου
Να ρωτήσουμε τώρα και τον σκηνοθέτη και συμπρωταγωνιστή. Πόσο «ξεπουλιούνται» στη σύγχρονη εποχή, οι «κουλτουριάρηδες» για να χρησιμοποιήσουμε την ερώτηση του Βογιατζόγλου;

Μάνος Αντωνίου: Όχι! Εγώ θα έλεγα το αντίθετο. Πόσο, δηλαδή, δεν ξεπουλιούνται οι κουλτουριάρηδες!

Δυστυχώς ξεπουλιούνται οι κουλτουριάρηδες, γιατί είμαστε σε μια εποχή που επικρατεί ο «κανιβαλισμός» και ηθικά και αισθητικά και οικονομικά και σε αξίες…

Προσδιόρισέ μας λοιπόν την έννοια του κουλτουριάρη

Μάνος Αντωνίου: Ο κουλτουριάρης είναι αυτός που υποτίθεται εμβαθύνει σε πιο ιδιαίτερες καταστάσεις και σε πιο πνευματικά επίπεδα. Έχουμε μάθει να λέμε το «εμπορικό» και το «κουλτουριάρικο» δηλαδή η τέχνη και το θεαθήναι που φέρνει χρήμα και αυτό που εμβαθύνει στο πνευματικό, σε ένα δεύτερο και τρίτο επίπεδο στο οποίο ο καλλιτέχνης βρίσκει την πνευματική αξία περισσότερο από την οικονομική. Χωρίς να τον ενδιαφέρει το χρήμα.

Επί του προκειμένου, στο έργο τον Κίμωνα, τον σκηνοθέτη, τον ενδιαφέρει να ανεβάσει την «Νόρα», το «Κουκλόσπιτο» του Ίψεν και κάνει… 500.000 οντισιόν για να βρει την ιδανική «Νόρα». Δεν τον ενδιαφέρει αν χρωστάει ο θεατρώνης το νοίκι , αν το ρεύμα και οι λογαριασμοί τρέχουν. Όχι. Μπορεί να του πάρει και τρία χρόνια, αλλά αυτός θέλει να ανεβάσει την «Νόρα» με την «ιδανική Νόρα». Δεν τον ενδιαφέρει αν θα κόψει εισιτήρια, αν θα γεμίσει ή αν θα είναι άδειο το θέατρο, παρά μόνο να ανεβάσει το «Κουκλόσπιτο» μόνο πνευματικά και καλλιτεχνικά. Γι’ αυτό και πατώνει…

Αυτό είναι το ιδανικό…

Μάνος Αντωνίου: Αυτός είναι ο κουλτουριάρης. Ο οποίος δεν χρηματίζεται. Γιατί αν χρηματιζόταν, δεν θα ήταν σε αυτή την κατάσταση. Αυτή είναι και η μειονότητα στη σημερινή μας εποχή.

Μας περιγράψατε την ιδανική κατάσταση. Μπορεί το εμπορικό κομμάτι να συνδυαστεί με το πνευματικό ή αποκλείει το ένα το άλλο;

Μάνος Αντωνίου: Όχι, το ιδανικό είναι να συνδυαστούν μεταξύ τους. Είναι δύσκολο, αλλά μπορεί και να γίνει. Δεν σημαίνει πως ότι είναι εμπορικό είναι και φτηνό, ούτε πως ότι είναι κουλτουριάρικο έχει πατώσει. Υπάρχουν στην τέχνη σημαντικά έργα που είναι εμπορικά και φέρνουν κέρδος, φτηνά που φέρνουν κέρδος ή κουλτουριάρικα που νομίζουν ότι είναι αξίας αλλά είναι χάλια. Αλλά ξέρεις, αυτό είναι υποκειμενικό.


Άρα λοιπόν, το τι θεωρείται κουλτούρα έχει να κάνει με πολλές παραμέτρους.

Μάνος Αντωνίου: Με πάρα πολλές παραμέτρους. Έχουμε να κάνουμε με το τι θεωρείται σημαντικό και το αν αυτό εσύ, ανάλογα με το πνευματικό σου επίπεδο, το θεωρείς κουλτούρα ή όχι. Κάποιος που έχει βαθιά γνώση της τέχνης, όσο περισσότερο εμβαθύνει σε ένα ιδιαίτερο και δύσκολο έργο, τόσο το θεωρεί κουλτούρα σε σχέση με κάποιο άλλο. Μπορεί για κάποιον ο Τσέχωφ για παράδειγμα να μην θεωρείται κουλτούρα και να θεωρείται μόνο ο Στρίντμπεργκ. Ένας αδαής που ακούει το όνομα Τσέχωφ σου λέει, ποιος Τσέχωφ, με τα έργα του παθαίνω κατάθλιψη. Αυτόν μπορεί να τον ενδιαφέρει ας πούμε ο Τσιφόρος που είναι πιο ελαφρύς ή ο Σκούρτης. Είναι υποκειμενικό.

Γιατί κάποιος να έρθει να δει την παράσταση;

Μάνος Αντωνίου: Για μένα, πρέπει αυτή την παράσταση να έρθουν να την δουν όλοι! Από τα παιδιά της δραματικής σχολής, μέχρι τον γέροντα θεατή. Από παιδιά μικρότερων ετών, μέχρι όλες τις ηλικίες, γιατί είναι μια παράσταση όπου βλέπεις πραγματικό θέατρο. Βλέπεις ηθοποιούς που δεν είναι τηλεοπτικοί, που το έργο δεν είναι μια φλατ γραμμή. Είναι μια εκπαίδευση των ηθοποιών, όπου τη σκηνή την κρατάει η ψυχή, η ενέργεια και το θεατρικό ταλέντο.

Γιατί βλέπεις ένα κείμενο που θυμίζει πολύ καλά κείμενα Σακελάριου, Τσιφόρου, Ψαθά. Γιατί βλέπεις ένα έργο που έχει τρομερές εναλλαγές, μια πολύ ωραία πλοκή και μηνύματα, εναλλαγές συναισθημάτων γέλιου και δακρύων και είναι ένας πολύ ωραίος χώρος, που πιστεύω ότι όλα αυτά τα περικλείει και το συγκεκριμένο έργο δένει στον συγκεκριμένο χώρο. Ο θεατής φεύγοντας από εδώ έχει μια κάθαρση ψυχής πιστεύω, πνευματικά. Αυτό είναι υποκειμενικό αλλά αυτό υποστηρίζω γιατί είναι το έργο μου.

Τι είναι αυτό που έχει στη ψυχή της η πρωταγωνίστρια λέγοντας την ατάκα «η ψυχούλα μου το ξέρει»;

Τζίνα Δημητροπούλου: Αυτό που έχει στη ψυχή της είναι το πόσο πολύ ανάγκη έχει να καταφέρει να κυνηγήσει αυτό το όνειρο, να το πετύχει, να το βιώσει, να το ζήσει και πόσο πολύ προσπάθησε, μέχρι να φτάσει στο σημείο τα χρήματα να της δώσουν τη δυνατότητα να το πετύχει.

Της λέει ο Σάκης σε κάποια στιγμή « πρέπει να πιστεύεις στον εαυτό σου». Κατά πόσο ισχύει αυτό για να γίνεις αποδεκτός από τους άλλους;

 Τζίνα Δημητροπούλου: Το να πιστεύεις στον εαυτό σου έχει την μεγαλύτερη ισχύ. Πρώτον γιατί εσένα σου δίνει τη δυνατότητα να πας παραπέρα και να κυνηγήσεις και να πολεμήσεις και να αγωνιστείς και δεύτερον γιατί θεωρώ ότι όποιος πιστεύει στον εαυτό του, έχει μια τέτοια εικόνα που κάποια πράγματα πραγματοποιούνται πολύ πιο εύκολα ώστε να τον αποδεχτεί ο περίγυρός του. Νομίζω ότι η αυτοπεποίθηση και η γνώση που έχεις για τον εαυτό σου, περνάει προς τα έξω καλύτερα και έχει μια θετική αύρα. Ανοίγει πιο εύκολα τις πόρτες.

Της δίνει δύναμη…

Τζίνα Δημητροπούλου: Σου δίνει δύναμη, ναι.

Μαριάννα, γιατί να δούμε την παράσταση;

Μαριάννα Κυριακάκη: Να δείτε την παράσταση, κυρίως γιατί παίζουν σημαντικοί ηθοποιοί, γιατί ερμηνεύουν εξαιρετικά και είναι οι ήρωες του έργου που δίνουν τη δική τους ψυχή σε αυτό, ο καθένας ξεχωριστά. Γιατί ο Μάνος έχει κάνει μια εξαιρετική σκηνοθεσία, που νομίζω πως πραγματικά η παράσταση από μόνη της είναι ένα μάθημα σκηνοθεσίας. Και γιατί εκτός των άλλων πιστεύω ότι είναι αληθινό, όσο κι αν όταν γράφεις ένα έργο φτάνεις στα όρια της φαντασίας, αλλά νομίζω ότι λέει αλήθειες, απλές αλήθειες που πολλές φορές δεν τις καταλαβαίνουμε στη ζωή μας και βλέποντας την παράσταση συνειδητοποιούμε κάποια πράγματα, μικρά μεν, αλλά ουσιαστικά.

Ευχαριστούμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου