Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2016

«Βιβλιοφιλία»

Διήγημα της Μαρίας Καρδάτου
17. BIBLIOFILIA
Η Έλσα κατέβαινε τη σκάλα όταν το μάτι της έπεσε στο βιβλίο πάνω στο τραπεζάκι στο φωταγωγό του διπλανού σπιτιού όπου έμενε το ζευγάρι των ξαδέρφων της. Είχε ένα φανταχτερό εξώφυλλο με πράσινο χρώμα κι έγραφε: «Ο εραστής της λαίδης Τσάτερλυ». Αυτό ήταν ένα σκάνδαλο, ένα τέτοιο βιβλίο σε κοινή θέα.
Η μικρή Έλσα (τα 15 δεν τα είχε συμπληρώσει ακόμη) μπήκε στον πειρασμό. Ήταν μεσημέρι, όλοι κοιμόταν, είχε ζέστη, άπλωσε το χέρι της άρπαξε το βιβλίο κι εξαφανίστηκε στην ταράτσα. Εκεί στο μικρό δωμάτιο διάβαζε πάντα, είτε με κρύο είτε με ζέστη, εκεί της άρεσε να απομονώνεται.
Μακριά απ’ όλους, ησυχία και η καταπληκτική θέα του δάσους. Έφερε το λάφυρό της στη «φωλιά» το κοίταξε απ’ έξω, πράγματι έγραφε «εραστής» το πήρε αγκαλιά κι άρχισε να το διαβάζει… Της άρεσε η επαφή με το βιβλίο, πάντα ζεστό, η μυρωδιά της κάθε σελίδας, το σχήμα του, όλα την τραβούσαν. Από πολύ μικρή είχε αυτή τη παράξενη αγάπη στην αρχή με το χαρτί γενικά, όπου μπορούσε να γράφει να ζωγραφίζει κι ύστερα με το βιβλίο. Το έπαιρνε στα χέρια της τρυφερά και πήγαινε στο τραπέζι κι άμα νύσταζε και στο κρεβάτι.
Το καλύτερο δώρο που μπορούσε να της κάνει κανείς ήτανε ένα βιβλίο. Με πόση χαρά περίμενε κάποτε τη νουνά της να γυρίσει από το Παρίσι που είχε πάει ταξίδι πιστεύοντας πως θα της έφερνε ένα τέτοιο δώρο. Να δει πως θα ήταν οι Γαλλικές εκδόσεις. Πρέπει να πήγαινε στη πρώτη δημοτικού. Όταν γύρισε και δεν της έφερε βιβλίο φαρμακώθηκε. Της έφερε κούκλα, ούτε καν μπογιές. Από τότε την διέγραψε, δεν της μιλούσε πια! Ο πατέρας της που κατάλαβε τη στεναχώρια της, της έφερε ένα βιβλίο και ήταν: «Η δολοφονία του Μαρά», δεν κατάλαβε τίποτα βέβαια η Έλσα αλλά ήταν πολύ χαρούμενη γιατί είχε το πρώτο δικό της βιβλίο. Το έπαιρνε αγκαλιά το χάιδευε, μ’ αυτό κοιμόταν και ξυπνούσε.
Όσο προχωρούσε στο διάβασμα τόσο τη γράπωνε. Εκείνη η καημένη η πλούσια και όμορφη κοπέλα με τον άρρωστο άντρα, που έτρεχε στο δάσος κι εκεί γνώρισε τον φύλακα. Σήκωνε τα μάτια της η Έλσα από το βιβλίο κι έβλεπε το δάσος απέναντί της με τα καταπράσινα και λαμπερά πεύκα να την καλεί. Ώστε τέτοια γίνονται στα δάση. Κι αυτές οι λεπτομέρειες, πώς την κοίταζε, πώς την άγγιζε σιγά σιγά στο χέρι, στο λαιμό, στο πόδι. Θεέ μου στο πόδι! Αναστατώνονταν η Έλσα, διάβαζε και ξαναδιάβαζε τη σελίδα. Πόσο πολύ μπορούσε να την ξεσηκώσει ένα βιβλίο δεν ήταν ικανή προηγουμένως να φανταστεί.
Λιγότερο την ξεσήκωναν οι ταινίες που έβλεπαν τότε, συνήθως γουέστερν όπου πλησίαζε ο άντρας την κοπέλα, την άγγιζε λίγο και ύστερα φιλιόταν στο σκοτάδι. Τώρα εδώ μ’ αυτό το βιβλίο έβλεπε έναν άλλο κόσμο που τον έφτιαχνε μόνη της! Η κοπέλα και ο φύλακας γυμνοί στο δάσος. Πρέπει να ήταν υπέροχο αν και ένιωθε να ντρέπεται κι όλα. Οι σελίδες προχωρούσαν γρήγορα., έπρεπε να βιαστεί να το διαβάσει πριν ξυπνήσουν όλοι και ειδικά η ξαδέρφη που ήταν και στριμμένη. Γρήγορα γρήγορα…
Πως την αγκάλιαζε και τι πάθος. Τι λέξη: «Πάθος»! Η ζέστη ήταν αφόρητη στο δωματιάκι. Η Έλσα ίδρωνε και καθώς έφτιαχνε με το μυαλό της τις σκηνές που διάβαζε ίδρωνε περισσότερο. Η ώρα περνούσε κι εκείνη είχε απορροφηθεί στο διάβασμα. Απόλυτη ησυχία… «Η Λαίδη έτρεχε να γυρίσει στον πύργο της» κι η Έλσα έτρεχε στις σελίδες να προλάβει. Και πρόλαβε. Καταϊδρωμένη κάποια ώρα το τελείωσε αφού διάβασε τις ερωτικές σελίδες πάνω από δύο φορές. Έκρυψε το βιβλίο στη πλάτη κι άρχισε να κατεβαίνει τις σκάλες ξυπόλυτη να μη την ακούσουν. Τα μακριά μαλλιά της έπεφταν πάντα στα μάτια και της μισοέκρυβαν το πρόσωπο.
Αυτό ήθελε κι εκείνη, να μη την δουν. Έφτασε κοντά στο τραπεζάκι, άπλωσε το χέρι να το αφήσει. Το λευκό φορεματάκι της γαντζώθηκε στο κάγκελο και: «Τι κάνεις εκεί;» ακούστηκε η φωνή της καρακάξας ξαδέρφης, «τι νόμισες πως δε σε είδα που το πήρες; Ντροπή σου!».  Η Έλσα ένοιωσε πως γκρεμίζεται η σκάλα, τα μάγουλά της κοκκίνισαν κι έφυγε τρέχοντας επάνω. Την διέγραψε κι αυτή για πάντα, έτσι κι αλλιώς δε την χώνευε. Το μόνο που λυπήθηκε ήταν το βιβλίο να πάει χαμένο στα χέρια της άλλης.
Η Έλσα διάβαζε πολύ και τα αγαπημένα βιβλία της Ρώσικης λογοτεχνίας (Ντοστογιέφσκι, Τσέχωφ, Τολστόι, Πούσκιν) τα είχε γύρω στο κρεβάτι της πάντα για να την συντροφεύουν ότι ώρα ήθελε. Σιγά-σιγά μπήκε σε βιβλία Αγγλικής λογοτεχνίας, Ιταλικής, Γαλλικής και τέλος της Ελληνικής. Άργησε να αγαπήσει την Ελληνική λογοτεχνία, ίσως έφταιγαν και οι καθηγητές ίσως και η Ελληνική πραγματικότητα από την οποία ήθελε να ξεφύγει. Το δωματιάκι άρχισε να γεμίζει βιβλία. Από τη μια μεριά ήταν τα βιβλία του σχολείου και από την άλλη «τα άλλα». Αυτά τα άλλα την γοήτευαν περισσότερο. Άφηναν τα μάτια της ψυχής να ταξιδεύουν σε χώρους και χώρες που δεν είχε πάει, άλλοι τρόποι ζωής, άλλοι τρόποι έκφρασης. Πολλές φορές αποστήθιζε σελίδες ολόκληρες κι αν ήταν ποιήματα τα μάθαινε με μεγαλύτερη ευκολία.
Άρχισε να δανείζεται και από τη δημοτική βιβλιοθήκη και ότι της άρεσε καθόταν και τα έγραφε. Ολόκληρα τετράδια γέμιζαν από την αντιγραφή αγαπημένων σελίδων…
Όταν αγόρασε τα πρώτα πανεπιστημιακά βιβλία (γιατί τα ξενόγλωσσα βιβλία τα αγοράζανε κι ας ήταν και ακριβά), ήταν πολύ χαρούμενη. Τα αράδιασε σε μια μικρή βιβλιοθήκη που γέμισε αμέσως. Γαλάζια βιβλία εκδόσεις Penguin η ιστορία της Αγγλικής Λογοτεχνίας, αλλά και μυθιστορήματα, «Ο φύλακας της σίκαλης» του Σάλιντζερ, «Γενναίος νέος κόσμος» του Χάξλευ, το «1984» του Όργουελ, «Τες Ντ’ Αμπερβίλ» του Τόμας Χάρντυ και πόσα άλλα. Αυτά είχαν άλλο χαρτί πιο λεπτό και πιο φίνο με πολύ μικρά γράμματα όμως που κούραζαν τα μάτια. Τα αγαπούσε τα βιβλία της και τα πρόσεχε και σιγά-σιγά σταμάτησε να τα δανείζει γιατί πολλές είχαν την κακιά συνήθεια να σημειώνουν επάνω τους ή ακόμα χειρότερα να μη τα επιστρέφουν. Όταν έρχονταν οι θείοι και της έλεγαν «καλά όλα αυτά τα βιβλία τα διάβασες;» ντρεπόταν για την ερώτηση γιατί ήξερε πως ποτέ δεν θα έφθανε ο χρόνος για να τα διαβάσει όλα, ούτε σε ολόκληρη τη ζωή της.
Όταν πήγε αργότερα να ζήσει με τον Νίκο κουβάλησε τα βιβλία της και απαίτησε να είναι τα δικά της χώρια και όχι σε κοινή βιβλιοθήκη. Τα  αγαπούσε, τα είχε αγοράσει με δυσκολίες και την συντρόφευαν χρόνια, δεν μπορούσε να τα δει ανακατωμένα με άλλα βιβλία. Με τον καιρό παρατηρούσε πως ο σύντροφός της συγκέντρωνε βιβλία συλλεκτικά δηλαδή παλιές εκδόσεις.  Μπορούσε να δώσει λεφτά για κάποιο παλaιό βιβλίο  ώσπου του έγινε μανία, όσο πιο παλιό τόσο πιο πολύ τον ενδιέφερε. Αυτό ήταν έξω από την ψυχολογία της Έλσας. Ήθελε να πάρει ένα βιβλίο για το περιεχόμενό του και όχι για την έκδοσή του, άσε που δε της περίσσευαν λεφτά για παλιές εκδόσεις. Έτσι ο φίλος της ο Νίκος γέμισε το σπίτι με παλιά βιβλία από τα παλαιοπωλεία που η Έλσα σιχαίνονταν και να ακουμπήσει από τη σκόνη που κουβαλούσαν.
Αυτό ήταν ένα πρόβλημα. Ένας φίλος τους είπε πως κάποιος που ήταν μανιώδης συλλέκτης συνήλθε μόνο όταν ένας τον ρώτησε αν και το παιδί του ήταν συλλεκτικό είδος και πόσο πωλείται το μωρό μέσα στη κούνια του. Τον παρατηρούσε η Έλσα πως ενώ αγαπούσε τα βιβλία και διάβαζε, αυτή η αγάπη μετατράπηκε σε κάτι άλλο. Πως πήγαινε, πως κάθονταν με τις ώρες στα παλαιοπωλεία, πως τινάζονταν όταν ο παλαιοπώλης του έλεγε την χρονολογία έκδοσης. Βέβαια αν γίνεται από αγάπη για το ίδιο το βιβλίο, τότε και οι εκδόσεις λατρεύονται και είναι έργα τέχνης.
«Κοίτα» της έλεγε με μάτια που σπίθιζαν, «Καβάφης έκδοση του ’47 Ίκαρος», «Περιπέτεια ενός βιβλίου» του ’60 του Καχτίτση, «Luciano MCMXIII», «La divina commedia MCMXXVI» του Dante, πες μου ποιος άλλος τα έχει αυτά; «Σινόπουλο του ’50 «Το μεταίχμιο»;
«Καλά όλα αυτά αλλά κοίτα να μη ξεφύγεις και βλέπεις το βιβλίο σαν αντικείμενο αξίας, σαν τα ασημικά που μαζεύουν σε εταζέρες σαν μουσεία μερικές γυναίκες ή τα κεντήματα στις προίκες ή τα διάφορα μπιμπελό», του απαντούσε η Έλσα. Πόσο απείχαν όλα αυτά από το δικό της ενδιαφέρον για τα βιβλία και από τη μοναδική της αγάπη στο πρώτο της βιβλίο που της είχε χαρίσει ο πατέρας.
Είχε και η Έλσα δυο τρία βιβλία παλιάς έκδοσης αλλά αυτά της τα είχαν χαρίσει δυο φίλοι από αγάπη: Περιοδικό «Γράμματα» όπου ο Καβάφης είχε ένα από τα πρώτα του ποιήματα, «Με ανοιχτά χαρτιά» του Λ. Αραγκόν και «Σονέτα» του W. Shakespeare, το παλιότερο.
Η Έλσα θυμόταν πως όταν ήταν μικρή αυτή η αγάπη για το βιβλίο γινόταν μια σκάλα επικοινωνίας και με τον τυφλό παππού της. Καθόταν αρκετή ώρα δίπλα του διαβάζοντάς του. Έτσι βρήκε την ευκαιρία και του διάβασε και την «Δολοφονία του Μαρά» που κανείς άλλος δεν καθόταν να την ακούσει: «Έτσι δεν είναι παππού, άκουσες;», «έτσι είναι μικρούλα μου» απαντούσε ο παππούς με το απλανές βλέμμα. Του διάβαζε ένα-ένα αυτά τα βιβλία που είχε ξεχωρίσει και ‘κείνος άκουγε και χαίρονταν τη συντροφιά της.
Έκανε κρύο στο δωμάτιο του παππού και κανείς άλλος δεν κάθονταν να του κάνει παρέα. Τον τάιζαν μονάχα, τον καθάριζαν και τον άφηναν μόνο. Αυτή η μοναξιά στεναχωρούσε τη μικρή που δε ξεκολλούσε από δίπλα του. Στο «Έγκλημα και τιμωρία» ο παππούς ενοχλήθηκε πολύ. Παρ’ όλο που τον διαβεβαίωσε πως τιμωρήθηκε ο νεαρός Ρασκόλνικοφ με εξορία, ο παππούς ήταν πολύ ανήσυχος. Τότε του διάβασε τον «Θείο Βάνια» και πίστεψε πως τον καθησύχασε. Μέσα στο άδειο δωμάτιο θαρρείς πως φυσούσε αέρας από τη Σιβηρία και δεν ζεσταίνονταν με τίποτα.
Παππούς και εγγονή ταξίδευαν με τα βιβλία και οι ώρες περνούσαν με την πεποίθηση πως όλα θα αλλάξουν προς το καλύτερο. Ο παππούς πίστευε στη μοίρα «το κισμέτ» μια και είχε έρθει από τη Μ. Ασία. Πίστευε πως δε φταίει κανείς μα πως όλα είναι έτσι γραμμένα. Η Έλσα δεν το δεχόταν αυτό και του έλεγε πως αυτή όταν μεγαλώσει θα τα διόρθωνε όλα και…
Ο παππούς πέθανε και μετά από χρόνια η Έλσα έμαθε πως όχι μόνο ήταν τυφλός αλλά είχε και άνοια. Όμως εκείνη έβλεπε με τα μάτια της καρδιάς πως ο παππούς καταλάβαινε και συμμετείχε και πως τα βιβλία έκαναν το θαύμα τους να κεντρίζουν τη φαντασία.
Μαρία Καρδάτου
mariakardatouΗ Μαρία Καρδάτου είναι ποιήτρια. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη όπου και ζει μέχρι σήμερα. Σπούδασε στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης αγγλική λογοτεχνία και παράλληλα έκανε σπουδές στην ιταλική και στην ρωσική γλώσσα και λογοτεχνία.

Εργάστηκε ως καθηγήτρια στην ιδιωτική και για ένα διάστημα στη μέση εκπαίδευση. Ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα ελληνικά και αμερικανικά περιοδικά. Μια επιτομή από τη συλλογή "Το αγκίστρι" κυκλοφόρησε σε δίγλωσση έκδοση από την εκδότρια και μεταφράστρια Darlene Fife (Lewisburg, West Virginia, 1997).

Επίσης η Darlene Fife μετέφρασε από την "Αερολέσχη" τα "Ποιήματα της Θεσσαλονίκης" και την ποιητική συλλογή "Ούτε δροσιά" που επίσης κυκλοφόρησαν σε δίγλωσση έκδοση.

Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί επίσης στα γαλλικά, γερμανικά και ιταλικά σε ανθολογίες, στα γαλλικά: "Φωνή ελληνίδων γυναικών-voix anthologie bilingue de femmes Grecques" της Josette Doron, στα ιταλικά: "Voci dal'agora" του Maurizio Di Rosa, στα γερμανικά: "Fern von der dicht sprache" της Dadi Sideri-Spech.

Έχει κυκλοφορήσει τις ποιητικές συλλογές:
Τρία χρόνια μετά τη δημοσίευση τους στις σελίδες του Παλαιοβιβλιοπωλείου, οι βιβλιοφιλικές ιστορίες που μας χάρισαν 24 αγαπημένοι συγγραφείς συγκεντρώθηκαν σε έναν καλαίσθητο τόμο από τις Eκδόσεις Καστανιώτη με τίτλο Ιστορίες βιβλίων.

kastaniotistories
Ένας άντρας εγκλωβίζεται σ΄ ένα βιβλίο του οποίου οι ιστορίες εξελίσσονται διαφορετικά και κάθε φορά καταλήγουν με άλλο τέλος σε ένα παιχνίδι βασανιστικών παλινδρομήσεων.
 Παραμονή πρωτοχρονιάς, μια συγγραφέας συνομιλεί με ήρωες βιβλίων και παιδικά παιχνίδια που ζωντανεύουν για να της αποκαλύψουν το μυστικό που αναζητά εδώ και χρόνια.
Μια εκατοντάχρονη βιβλιοθηκονόμος ζητά να εντοπίσει εκείνο το βιβλίο –δεν το θυμάται πια– στο οποίο συνάντησε μια φράση ελπίδα, κατάρα και διαθήκη.
Δυο συγγραφείς ή ο συγγραφέας και το είδωλό του μοιράζονται το ίδιο πάθος για μια σύγχρονη Δουλτσινέα - Βεατρίκη.
Ένας οδηγός ταξί και μια συγγραφέας, η δημιουργός κι ο αναγνώστης, σε μια αναπάντεχη συνάντηση, γράφουν μια ιστορία από κοινού.
Μια νεαρή γυναίκα ελπίζει να γνωρίσει τον αγαπημένο της λογοτέχνη. Η ευχή, η  προσμονή, η διάψευση κι η πάντα πιστή συντροφιά των τυπωμένων σελίδων.
Οι πρώτες αναγνωστικές εμπειρίες ενός κοριτσιού, μαθήματα ερωτισμού από την Λαίδη Τσάτερλυ, ταξίδια στην Ρωσία με τον Τσέχωφ κι ένας παππούς που λησμονεί την άνοιά του για να απολαύσει ένα βιβλίο.
Η είσοδος μια νέας γυναίκας στη μαγική διαδικασία της συγγραφής σαν σίγουρο αντίδοτο στη μοναξιά.
Ένας επίδοξος γραφιάς κι οι λέξεις που τον καταδιώκουν και τον στοιχειώνουν.
Το άγνωστο χειρόγραφο του διάσημου συγγραφέα Σιοφάν, μένει πεισματικά φυλαγμένο στα χέρια του μισοπάλαβου παλαιοβιβλιοπώλη Φο αναζητώντας τον κατάλληλο αναγνώστη.
Ο Βόλφγκαγκ Αλοίσιους Ντίτερμάγιερ, ένας μονήρης υπερόπτης πεζογράφος αρνείται, ακόμα κι έξω από τα βιβλία, να συνομιλήσει με την πραγματικότητα.
Ένας ανεπίδοτος έρωτας, μια ηλιόλουστη Σκιαδενή, μια τρυφερή Σαλώμη κι ο Όσκαρ Ουάιλντ με το ειρωνικό χαμόγελο του να βολτάρει  στις παραλίες της Ρόδου.
Η απουσία της μάνας και τα φαντάσματα των ηρώων του Ντοστογιέβσκι πολιορκούν έναν άντρα οχυρωμένο ανάμεσα σε χιλιάδες τόμους.
Μια ιστορία, μια άλλη, μια ακόμα που τις ακολουθεί, ώσπου η ζωή πεινασμένη για λέξεις, διψασμένη για λέξεις, μεταμορφώνεται σε νησίδα σ' έναν ωκεανό από γραμμένες ιστορίες.
Ένας άνθρωπος έγκλειστος σ' ένα δωμάτιο· μια αναπόδραστη περιστροφή λέξεων σχηματίζει μια δίνη που αρνείται να τον εξαφανίσει.
Κατά την παραμονή του στο κελί μιας φυλακής του Αφγανιστάν, με μόνη συντροφιά λίγα βιβλία, ένας άντρας συγχέει τα γεγονότα με τις περιπέτειες των μυθιστορηματικών ηρώων που του κρατούν συντροφιά.
Στο σκοτεινό παγκάκι του έρημου άλσους, μια πόρνη κι ένας κουρασμένος συγγραφέας αλλάζουν πρόσωπα στην προσπάθεια τους να επικοινωνήσουν πέρα από τις λέξεις.
Μια γυναίκα συναντά τον αργοναύτη Ιάσωνα, αγαπημένο ήρωα των παιδικών της διαβασμάτων και τον καλεί να αψηφήσει για μια ακόμα φορά τις συμπληγάδες.
Το πάθος για τα βιβλία καταδικάζει ένα στριφνό βιβλιοπώλη σε μια χάρτινη φυλακή, μακριά, πολύ μακριά από την αληθινή ζωή.
Ένας νεαρός φιλόδοξος συγγραφέας, μαθαίνει με τον πιο οριστικό τρόπο πως το ταλέντο ούτε πουλιέται, ούτε δανείζεται.
Ο Πόε εμπνέει έναν μοναχικό αναγνώστη και τον μετατρέπει σ' έναν επικίνδυνο δολοφόνο ή σ' έναν ευφάνταστο διηγηματογράφο.
Μια μάνα στοιχειωμένη από την απώλεια του παιδιού της αναζητά τη λύτρωση σ' ένα βιβλίο, παρασύροντας προς στιγμή το συγγραφέα να ελπίσει στο θαύμα.
Ένα εγκαταλελειμμένο αρχοντικό ζωντανεύει μια φορά το χρόνο κι ο αφηγητής το παρατηρεί από το παράθυρο του σε μια ιστορία που μοιάζει πιο πολύ με διήγημα του Πόε ή του Χένρυ Τζέημς, παρά με περιστατικό της πραγματικής ζωής.
Το exlibris σε κάποιο βιβλίο που αγοράζει από το παζάρι, είναι η αφορμή για τον ήρωα να ανακαλέσει τα ξένοιαστα παιδικά χρόνια και τις πρώτες λογοτεχνικές αναγνώσεις, μνήμες που αφήνουν μια πικρή γεύση ματαιότητας.
istoriesbiblion24 διηγήματα των Μαρίας Καρδάτου, Λευτέρη Γιαννακουδάκη, Ελένης Γκίκα, Αλέξανδρου Γραμματικού, Σταμάτη Δαγδελένη, Ελπιδοφόρου Ιντζέμπελη, Στέργιας Κάββαλου, Κατερίνας Καριζώνη, Μαρίας Κέντρου - Αγαθοπούλου, Μαρίας Κουγιουμτζή, Νίκου Κουνενή, Έλενας Μαρούτσου, Βαγγέλη Μπέκα, Μαρίας Ξυλούρη, Ευθύμιου Γ. Σακκά, Θανάση Σκρουμπέλου, Αλέξη Β. Σταυράτη, Κωνσταντίνας Τασσοπούλου, Βάσιας Τζανακάρη, Γιάννη Φαρσάρη, Φίλιππου Φιλίππου, Δημήτρη Χατζηκωνσταντίνου, Σπήλιου Χριστόπουλου, Νίκου Χρυσού, με εικονογράφηση του Φίλιππου Παπανικολάου.
Ιστορίες βιβλίων
Επιμέλεια: Νίκος Χρυσός
Εικονογράφηση: Φίλιππος Παπανικολάου
Ένα προς ένα τα διηγήματα αυτού του τόμου –είκοσι τέσσερα στον αριθμό, όσα και τα γράμματα της ελληνικής αλφαβήτου– ανιχνεύουν τις διαφορετικές εκφράσεις της συνύπαρξής μας με τα βιβλία, αναζητούν τα ίχνη μας στον μαγικό κόσμο της λογοτεχνίας, διερευνούν τις αλληλεπιδράσεις τής έντυπης και της σάρκινης ζωής, τα σημεία εκείνα στα οποία συντελείται η τομή και η σύνθεση ανθρώπινης πράξης και αναγνωστικής εμπειρίας.
ΠΗΓΗ: oldbooks

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου