Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2016

ΒΙΒΛΙΟ «Το χρώμα του Έρωτα»

Του Γιάννη Αποστολόπουλου*

Απόγευμα μιας ξεχασμένης εποχής, ενός παρελθόντος χρόνου, πριν ακόμα δύσει ο ήλιος και το σκοτάδι απλωθεί βαρύ πάνω στα κεφάλια των ανύποπτων ανθρώπων, που ζουν τυ­χαία χωρίς λόγο και αιτία.

Ένα κόκκινο απλώνεται στο βάθος του ουρανού καθώς ο ήλιος κατεβαίνει για να συναντήσει τη θάλασσα. Κι εσύ περιμένεις ως που ν' ακούσεις τον ήχο που κάνει το νερό όταν πέσει πάνω σε φω­τιά.

Κόκκινο το χρώμα του Έρωτα. Του Έρωτα που έρχεται και χτυπάει πισώπλατα με το βέλος του. Το αίμα, κόκκινο, ξεπηδά από την πληγή του και πλημμυρίζει το σώμα, τον χώρο, νοτίζει τα ρούχα και τα διαπερνά.

Βυθισμένος στις σκέψεις του, μόνος σε μια έρημη πόλη, να κυνηγά το χρόνο. 

Ακούγοντας νοσταλγική μουσική στο πικ-απ από σκονισμένους δίσκους που ξέθαψε από τη δισκοθήκη του. Νο­σταλγεί τις στιγμές, εκείνες τις ατέλειωτες στιγμές χαράς που έζη­σε κάποτε στο παρελθόν σ' έναν ανύποπτο χρόνο και σ' έναν φα­νταστικό χώρο. 

Ψάχνει να βρει τις λέξεις, ψάχνει να τις βρει μέσα του πολύ βαθιά, μα η κατάδυση στα ενδόψυχα πονάει. Έχει χρώ­μα ο Έρωτας; Έχει πνοή η Αγάπη;

Και σήμερα εκεί, στο γνωστό σημείο την καθορισμένη ώρα. Το αεράκι, παγωμένο τον χαϊδεύει στο πρόσωπο και του ανακατεύει τα πυκνά σγουρά μαλλιά. Κάθεται στη χρυσή άμμο λίγο πιο πάνω από 'κει που η θάλασσα συναντά τη χέρσα γη. Κάθεται για να α­κούει καλλίτερα τον «Ήχο του κύματος».

Η θάλασσα μοιάζει με μια ερωμένη, πιστή, που γαληνεύει και τον ακούει σιωπηλή. Σε λίγο ο Ήλιος θα χαθεί, και αυτό το κόκκι­νο μαζί. Μα η θάλασσα θα μείνει να τον παρηγορεί και να του μι­λά, σε μια γλώσσα που μόνο αυτός καταλαβαίνει. Η θάλασσα απέ­ραντη χωράει τα πάντα, τον παίρνει και τον σεργιανάει σε κό­σμους μαγικούς.

Μακριά από την έρημη πόλη, την πόλη που τόσο μίσησε και που τόσο αγάπησε.
Το κόκκινο του ήλιου ενώνεται με το γαλάζιο της θάλασσας και δίνουν έναν υπέροχο συνδυασμό, ένα μωβ της χαράς και της λύ­πης. Αυτή την ώρα ξεχνάει, δε ζει σ' αυτή τη γη, ταξιδεύει κάπου αλλού.

Το κόκκινο του ήλιου έχει χαθεί, τώρα ένα θαμπό κίτρινο φως από τους προβολείς του δρόμου έχει πάρει τη θέση του. Κάπου στο βάθος του ουρανού εμφανίζεται ένα αστέρι, πιο 'κει το φεγγάρι φωτεινό, δίνει το παρόν στη χειμωνιάτικη νύχτα, μελαγχολικό κρύβει τον μισό εαυτό του από τα αδηφάγα μάτια των τρελών ερα­στών που κάθε βράδυ χάνονται κάτω από το φως του.

Στο γυρισμό για το σπίτι έπιασε τον εαυτό του να δακρύζει. Πρώτη φορά, έπειτα από το θάνατο της κάπου στο παρελθόν. Ένα βουβό κλάμα. Θρήνος ενός έρωτα που πέθανε.

Της άρεσε το κόκκινο. Το λάτρευε. Φορούσε συχνά το πουλό­βερ που αυτός της είχε χαρίσει κάπου στο χρόνο. Την έβλεπε και χαιρόταν έτσι όπως ανέμιζαν τα μακρά σγουρά μαλλιά της στον α­έρα, καθώς πήγαιναν μακρινές βόλτες με τη μηχανή. Το αέρινο σώμα της χόρευε πάνω στα κύματα την ώρα που η γη πέρναγε πά­νω από τον ήλιο.

Σηκώνει το κεφάλι του και κοιτάζει ένα μοναχικό αστέρι, δεν ξέρει το γιατί μα νιώθει πως κάτι τον δένει μ' αυτό, του έδωσε και όνομα, το δικό της, Φανή. Το λάτρευε αυτό το όνομα γιατί είχε μια μουσική μέσα του και ένα ατέλειωτο φως.

Έμενε κάπου στην επαρχιακή πόλη. Μόνος σ' ένα τεράστιο σπίτι ζει μετέωρος, χωρίς πολλές απαιτήσεις, χωρίς αφορμές, γιατί η αφορμή ήταν εκείνη.

Πάνω στο γραφείο του η εικόνα της. Η στιγμή ακινητοποιημένη στο χρόνο. Αγέραστη, με το παιδικό χαμόγελο σχηματισμένο στα χείλη της και τα μάτια της να λάμπουν από αγάπη, φοράει το κόκ­κινο πουλόβερ που της χάρισε αυτός. Έχει μια περίεργη πόζα, κοιτά τον φακό κατευθείαν στο κέντρο, πίσω από τη μηχανή αυ­τός...

Εκτός από τη φωτογραφία πάνω στο γραφείο υπάρχουν, ένα μπλοκ με λευκές σελίδες όπου έγραφε κάθε βράδυ, και ένα βιβλίο "Οι παλιές αγάπες πάνε στον παράδεισο".

Μετά τον καθιερωμένο περίπατο καθόταν με τις ώρες στο γρα­φείο του, έγραφε και διάβαζε. Κάπνιζε ασταμάτητα, μα δεν τον ε­νοχλούσε, τι σημασία είχε γι' αυτόν πια. Αφού έλειπε εκείνη. Φί­λους είχε ελάχιστους και τους περισσότερους μακριά. Έβγαινε σπάνια έξω, και όταν το έκανε πήγαινε μια βόλτα ως την καφετέ­ρια, έπινε μια ζεστή σοκολάτα μαζί με δυο φίλους του και επέστρε­φε στο καταφύγιο του για να βυθιστεί στις σελίδες του βιβλίου του.

Την είχε γνωρίσει τυχαία, έτσι τυχαία όπως την έχασε. Ένα βράδυ στη γιορτή ενός φίλου του, εικοσιέξι Οκτώβρη του..., θυμάται την ημέρα μα ξέχασε το χρόνο. Αυτός καθόταν στον καναπέ πί­νοντας ουίσκι. Αυτή χόρευε ένα όμορφο μπλουζ, φορούσε μια κόκκινη φούστα, τα μαλλιά της μοιραία κάλυπταν το πρόσωπο της. 

Η μοίρα το 'φερε να γνωριστούν, σαν κάποια ανώτερη δύναμη να τους ένωνε. Παντρεύτηκαν κι έζησαν μαζί για πολλά χρόνια, ώ­σπου ένα ανοιξιάτικο πρωινό η μοίρα, η σκληρή μοίρα τους έπαιξε το τελευταίο παιχνίδι. 

Η Φανή πέθανε από άγνωστη αιτία, χωρίς να πονέσει πολύ, χωρίς να ξέρει κανένας τίποτα. Την προηγούμε­νη μέρα ήταν συνέχεια μαζί, στα ψώνια, στο σπίτι, έφαγαν το βρά­δυ στο εστιατόριο που πήγαιναν τις πρώτες μέρες του δεσμού τους. Έκαναν έρωτα σαν να προαισθάνονταν το κακό που θα τους έβρι­σκε.

Θυμάται όλα αυτά που έζησε και νοσταλγεί. Ταξιδεύει πίσω στο χρόνο και προσπαθεί να πιάσει τη στιγμή. Από το μυαλό του ξεπηδούν οι εικόνες και κατακλύζουν το απέραντο σκοτεινό δω­μάτιο. Μνήμες βασανιστικές...

Είναι πρωί μιας χειμωνιάτικης μέρας κάποιου χρόνου στο πα­ρελθόν. Αυτός κι εκείνη μαζί. Πίνουν το καφεδάκι τους μπροστά στο τζάκι, έξω βρέχει, ο ουρανός μουντός, θλιμμένος παγιδεύει το φως. Όλα είναι σκοτεινά, μόνο στο τζάκι η φλόγα, κόκκινη, φου­ντώνει όπως φουντώνει ο ερωτάς τους και γίνεται φωτιά δυνατή που καίει τα πάντα.

Ο καιρός είναι η αιτία και ο έρωτας η αμαρτία, γλυκιά σαν το μέλι. Με νωχελικά βήματα ο χρόνος περνούσε από δίπλα τους χω­ρίς να τους αγγίξει.

Κάπου, κάποτε, ίσως ποτέ, αυτός κι εκείνη σημάδια στο χρόνο, στο χρόνο που όλα τα γιατρεύει και όλα τα καλύπτει. Αυτός κι ε­κείνη ήρωες ενός αρχαίου δράματος αναζητούν την κάθαρση, ζουν το μεγαλείο της και αποδρούν από την ψεύτικη πραγματικό­τητα σαν τους φυλακισμένους που δεν αντέχουν την αβάσταχτη μοναξιά του κελιού.

Έκανε σαν μικρό παιδί όταν πήγαινε στη θάλασσα, έπρεπε να πιάσει το κύμα και αυτό της χάιδευε τα πόδια για να 'ρθει πιο δυ­νατό πάλι. Αγαπούσε και ζήλευε τη θάλασσα. Την κουβέντιαζε σαν μια καλή φίλη. 

Περπατούσαν πιασμένοι χέρι χέρι πάνω στη βρεγμένη άμμο καθώς ο ήλιος "καληνύχτιζε" τους ανθρώπους για να ξεκουραστεί στα βάθη της θάλασσας... Το κόκκινο έντονο, χρωμάτιζε τα πρόσωπα τους και το αεράκι, αυτό το απαλό αεράκι που μύριζε θάλασσα ανακάτευε τα μαλλιά τους, τα έπλεκε μαζί. Κι όταν το σκοτάδι έπεφτε για τα καλά, γύριζαν στη "φωλιά" τους.

Θυμάται, τότε που πήγαν στο νησί μιαν εποχή λησμονημένη, τό­τε που περπατούσαν στα στενά καλντερίμια πλάι στους λιγοστούς τουρίστες που έκθαμβοι έστεκαν μπροστά στα παλιά σπίτια.

Η αγκαλιά του αναζητά απεγνωσμένα εκείνη, ένα της χάδι, ένα της σημάδι.

Παίρνει τη μηχανή του και ξεχνιέται στους δρόμους της άδειας πόλης που μοιάζει με φάντασμα. Αφήνει πίσω τα συντρίμμια της προσωπικής του ζωής και φεύγει. Το μεγάλο ταξίδι έχει αρχίσει. Χωρίς περιττά πράγματα, μόνο τα απαραίτητα και μια δόση τρέ­λας, προσπαθεί να ξεφύγει από το φάντασμα που τον κυνηγά.

Ο προορισμός του άγνωστος. Με βάρκα την ελπίδα στο άγνω­στο, ταξιδιώτης του ονείρου, δραπέτης του έρωτα.

Η εθνική οδός άδεια, εδώ κι εκεί σκόρπια αυτοκίνητα. Αυτός μοναχός πάνω στη μηχανή του νιώθει σαν τον μοναχικό ιππότη.

Το εστιατόριο της εθνικής, σταθμός για τους περαστικούς, γε­μάτο από νταλικέρηδες και οδηγούς του ΚΤΕΛ. Πιάνει ένα τραπέ­ζι στο βάθος, τρώει κάτι και πίνει ένα ζεστό καφέ. Μια γριά τσιγγάνα τον πλησιάζει. Γεμάτη χρυσαφικά, φορώντας πολύχρωμα ρούχα και ένα κόκκινο μαντήλι στο κεφάλι.

-«Παλικάρι ξέχασε την και τράβα το δρόμο σου. Εκείνη πια έ­χει φύγει...»

Τινάζεται από τη θέση του σαν να τον χτύπησε ρεύμα και ώ­σπου να μιλήσει η τσιγγάνα χάθηκε από μπροστά του. Μήπως ήταν όνειρο; Όχι, την είδε. Σηκώθηκε βιαστικά και έφυγε, σ' όλη τη διαδρομή τα λόγια της γριάς μάγισσας έμεναν καρφωμένα στο μυαλό του. Πώς ήξερε; Πώς γνώριζε; Η ευθεία απλωνόταν μπρο­στά του σαν το μαγικό χαλί που τον οδηγεί σ' έναν άλλο κόσμο.

Νύχτωσε. Ταξίδευε πέντε ώρες συνέχεια. Θα περνούσε τη νύ­χτα του σε κάποιο ξενοδοχείο της μικρής πόλης που έτυχε να είναι επισκέπτης της. Ξενοδοχείο μόνο ένα υπήρχε και αυτό είχε τα χά­λια του. 

Ένα παλιό κτίριο έτοιμο να πέσει, θυμίζει τη δεκαετία του εξήντα. Μπαίνει μέσα και χτυπάει το κουδούνι, μια μεσόκοπη γυ­ναίκα, γύρω στα σαράντα, αδύνατη με κοντά ξανθά μαλλιά και ροζιασμένο πρόσωπο εμφανίζεται από το βάθος του διαδρόμου. Κοιτάζει ύποπτα τον ξένο και με ψυχρή φωνή του λέει:

-«Τι θέλει ο κύριος;»
-«Ένα δωμάτιο, μόνο για σήμερα», έκανε αυτός με κουρασμένη φωνή.
-«Ταυτότητα παρακαλώ».

Παίρνει την ταυτότητα και συμπληρώνει στο βιβλίο τα στοιχεία του. Ξεκρεμάει το κλειδί και του το δίνει χωρίς να του πει τίποτα.

Η πόρτα ανοίγει και στο ξενοδοχείο εισβάλλουν δύο γυναίκες έντονα βαμμένες που μυρίζουν ένα δυνατό άρωμα. Ντυμένες με κοντές φούστες και διαφανείς μπλούζες που άφηναν σε κοινή θέα τα προσόντα τους. Από πίσω ακολουθούσαν οι δύο συνοδοί τους. Δυο κακόμοιρα ανθρωπάκια που γλεντούν τη ζωή τους. 

Κάθισαν στο μικρό σαλονάκι και χαλούσαν τον κόσμο με τα χάχανα και τις φωνές τους. Φαινόταν τόσο ευτυχισμένοι, μάλλον μεθυσμένοι από το αλκοόλ ζούσαν εκείνη τη στιγμή σε έναν άλλον κόσμο.

Ανεβαίνει με τα πόδια στο δωμάτιο του, η ώρα είναι περασμένη θα κάνει ένα μπάνιο και ύστερα θα προσπαθήσει να κοιμηθεί.

Στριφογυρίζει πάνω στο παλιό ξύλινο κρεβάτι χωρίς να μπορεί να κλείσει μάτι. Τη νύχτα η μοναξιά γίνεται αβάσταχτη, οι μνήμες βρίσκουν ευκαιρία για να ξανάρθουν και 'συ τις δέχεσαι ανήμπορος να αντιδράσεις. 

Πονάνε όσοι αγαπάνε και ακόμη περισσότερο πονούν όσοι δεν έπαψαν να θυμούνται. Το κλάμα είναι η έκρηξη της στιγμής και κλαίνε όσοι βαθιά έχουν κονταροχτυπηθεί με τον εαυτό τους και έχασαν τη μάχη.

Το γλυκό φως της αυγής, όπως αυτό έμπαινε από το παράθυρο του δωματίου, τον ξύπνησε. Με αργές νωχελικές κινήσεις σηκώθηκε από το αφιλόξενο κρεβάτι και ντύθηκε. Δεν πήρε πρωινό, δεν κατέβαινε τίποτε κάτω.

Πήρε το δρόμο, το δρόμο που θα τον οδηγούσε στο ραντεβού με τη λύτρωση. Περνούσε πόλεις και χωριά, σε νέους τόπους επισκέ­πτης ενός ονείρου, δεσμώτης, ήρωας ενός δράματος που πλησιάζει στη λύτρωση. Ο μοναχικός οδοιπόρος μιας άλλης εποχής.

* Το διήγημα δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ύφος τ.2 σελ 13  Νοέμβριος 1996 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου