Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2016

ΑΦΙΕΡΩΜΑ: Η Λογοτεχνία στην Ελλάδα της κρίσης

«Στο ορφανοτροφείο» του Γιάννη Αποστολόπουλου
Ο πολιτιστικός ιστότοπος «Πολιτιστική Ατζέντα», διοργανώνει σειρά δημοσιεύσεων σε ζητήματα που αφορούν τη Λογοτεχνία και πρώτο μας θέμα είναι: «Η Λογοτεχνία στην Ελλάδα της κρίσης».
Ευχαριστούμε τον συγγραφέα Γιάννη Αποστολόπουλο, που ανταποκρίθηκε στο κάλεσμά μας και μας έστειλε το διήγημά του με τίτλο «Στο ορφανοτροφείο»:

«Στο ορφανοτροφείο»

Τα βήματά της, την έφεραν πίσω στο χτες. Κάτι μέσα της αποζητούσε αυτή την επαφή με το παρελθόν της. Βράδυ παγωμένο, στέκει έξω από εκείνη την πόρτα που κάποτε της στερούσε την επαφή με τον έξω κόσμο. Μνήμες από μια χαμένη αθωότητα. Στα χέρια της κρατά δώρα. Για λίγο το σκέφτεται, μήπως δεν πρέπει να περάσει το κατώφλι αυτής της πόρτας;

Μα είναι εκείνα τα βλέμματα από τις πονεμένες ψυχές που την κοιτάζουν. Σαν να της φωνάζουν να μπει.

Το παλιό κτίριο στολισμένο, φοράει τα καλά του. Βεγγέρα φιλοξενεί, έναν άγιο από την Καισαρεία περιμένει, τα δώρα του να φέρει.

Τα βλέμματα επιμένουν, πιο δυνατά της φωνάζουν: «Σε χρειαζόμαστε».

Ίδια τα χρώματα και η οσμή όπως και τότε, που μικρό κορίτσι από καμώματα ανθρώπων αναγκάστηκε να ζήσει εκεί. Μαζί με άλλα παιδιά που είχαν την ίδια τύχη. Η μοίρα. Φταίει για τα πάντα η μοίρα ή οι άνθρωποι που συμπεριφέρονται αλόγιστα; Την βρήκαν τότε να περιφέρεται στον δρόμο. Τρομαγμένη με σκισμένα ρούχα. Κάποιος που την είδε, κάλεσε την αστυνομία και εκείνη με τη σειρά της την πρόνοια. Κατέληξε στο μικρό ορφανοτροφείο. Για καιρό δεν μιλούσε, κλεισμένη στον εαυτό της. Πάντα είχε ένα βλέμμα θλιμμένο. Απέφευγε τις επαφές με τα άλλα παιδιά.

Πέρασαν αρκετοί μήνες μέχρι να μπορέσει να ενταχθεί στο νέο της περιβάλλον. Για αυτό βοήθησε η παιδοψυχολόγος του ορφανοτροφείου. Η γλυκιά κυρία Νότα. Τη θυμάται με συγκίνηση. Είναι εκείνη που τη στήριξε όλα τα χρόνια που έμεινε εκεί. Την ώθησε να σπουδάσει, να φτιάξει τη ζωής της. Τώρα επιτυχημένη στον τομέα της, ξαναγυρίζει στο χτες. Οικογένεια δεν έκανε, δεν ήθελε, κάτι μέσα της δεν την άφηνε. Σκεφτόταν πολλές φορές: «Σπουδαία υπόθεση να φέρεις στον κόσμο μια ψυχή, τι είναι τα παιδιά; Παιχνίδια για να καλύψουμε τα δικά μας ψυχολογικά προβλήματα, τις ανασφάλειες μας; Και όταν δεν μπορούμε να τα μεγαλώσουμε τα παρατάμε».

Φοβόταν μήπως γίνει και αυτή τέτοια μητέρα, σαν τη δική της.

Κόσμος λιγοστός, οι εργαζόμενοι στο ορφανοτροφείο και μια ερασιτεχνική θεατρική ομάδα η οποία θα παρουσίαζε ένα παραμύθι. Τα παιδιά από νωρίς έχουν πάρει τη θέση τους. Με αγωνία ρωτούν: «Πότε θα έρθει ο Άγιος Βασίλης;» ανυπομονούν για τα δώρα τους.

Εκείνη στέκεται σε μια γωνιά και παρακολουθεί. Τα προσωπάκια των παιδιών χαμογελούν καθώς μπροστά τους το παραμύθι παίρνει σάρκα και οστά από μια ομάδα ανθρώπων που θέλει την ψυχή τους να γαληνέψει.

«Πόσο απλά μπορείς να κάνεις ένα παιδί να χαμογελάσει, με ένα παραμύθι, με ένα τραγούδι και μια αγκαλιά» σκέφτεται καθώς ένα μικρό κορίτσι σκαρφαλώνει στην αγκαλιά της. Πρώτη φορά τη βλέπει αλλά χώνεται μέσα στα χέρια της. Κάνει κρύο και εκεί έχει ζέστη. Πώς μπορεί να αρνηθεί σε αυτό το γλυκό βλέμμα που την κοιτάζει; Την σφίγγει δυνατά. «Ησύχασε δεν είσαι μόνη…».

Το παραμύθι τελείωσε και τραπέζι με καλούδια στρώθηκε. Χαρούμενες φωνές με επιμονή ρωτούν: «Πότε θα έρθει ο Άγιος Βασίλης;».

Τα φώτα σβήνουν, σιγή επικρατεί και ο άγιος που στη φαντασία των παιδιών ζει σαν θαύμα εμφανίζεται μπροστά τους με δώρα φορτωμένος. Γύρω του μελίσσι τα παιδιά, αδημονούν να πάρουν στα χέρια τους αυτό που στα όνειρά τους ζήτησαν. Με μανία σκίζουν το περιτύλιγμα. Εκείνο το μικρό κορίτσι που στην αγκαλιά της είχε βρει καταφύγιο, δεν μπορεί το δώρο του να ανοίξει. Την βρίσκει και με παράπονο τη ρωτάει: «θα με βοηθήσεις;». Αυτό το δώρο αυτή το είχε αγοράσει, μα το μικρό κορίτσι δεν το ξέρει, δεν πρέπει να το μάθει. Το ανοίγουν μαζί.

«Σου αρέσει;»
«Πολύ! Μου το έφερε ο Άγιος Βασίλης!» και την αγκαλιάζει με δύναμη, χωρίς να ξέρει το κοριτσάκι πως το δώρο αυτό εκείνη το διάλεξε. Μια αγκαλιά για να δείξει το ευχαριστώ του για την παρουσία της. Μια κίνηση αγάπης χωρίς αντάλλαγμα, χωρίς προσδοκία. Απλά μια ένδειξη αγάπης. Πόσο απλά είναι;

Η γιορτή τελειώνει, τα παιδιά πρέπει να επιστρέψουν στα δωμάτια τους. Φεύγει και εκείνη. Καθώς βγαίνει από την εξώπορτα κοντοστέκεται και κοιτάζει πίσω της ψιθυρίζοντας:

«Θα ξαναγυρίσω, δεν είστε μόνα…».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου