Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2016

ΑΦΙΕΡΩΜΑ: Η Λογοτεχνία στην Ελλάδα της κρίσης

Γιάννη Αποστολόπουλου: «Η πτήση»
Ο πολιτιστικός ιστότοπος «Πολιτιστική Ατζέντα», διοργανώνει σειρά δημοσιεύσεων σε ζητήματα που αφορούν τη Λογοτεχνία. Το πρώτο μας θέμα είναι: «Η Λογοτεχνία στην Ελλάδα της κρίσης».
Ευχαριστούμε το συγγραφέα Γιάννη Αποστολόπουλο, που ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα και μας έστειλε το αδημοσίευτο διήγημά του με τίτλο «Η πτήση» που δημοσιεύουμε:

«Η πτήση»

Η επιβίβαση της πτήσης ξεκίνησε. Τελευταίος στην σειρά κοιτάζει πίσω του. Από το μυαλό του περνούν σκέψεις να μην μπει στο αεροπλάνο. Να επιστρέψει. Αλλά τώρα είναι αργά, δεν έμειναν παρά λίγα λεπτά για το ταξίδι που τόσο καιρό προγραμμάτιζε. Ένα ταξίδι σε μια νέα χώρα, για μια νέα ζωή.

Πέρασαν σχεδόν δυο χρόνια από τη μέρα εκείνη που του ανακοινώθηκε η απόλυση του. Θυμάται καλά. Πώς μπορεί να την ξεχάσει. Στο μυαλό του οι εικόνες επιστρέφουν. Ξύπνησε χαρούμενος. Στα εικοσιπέντε του είχε όρεξη για δουλειά. Ήτανε άνοιξη. Ο Ήλιος χαμογελούσε από ψηλά. Στον ουρανό να σου και τα ταξιδιάρικα πουλιά, επέστρεψαν και τούτη τη χρονιά. Έφτασε στο γραφείο του και χάθηκε κατευθείαν στα χαρτιά του. Λίγο πριν τις τρεις δέχτηκε το τηλεφώνημα που θα του άλλαζε τη ζωή. Ο διευθυντής του ήθελε να τον δει. Στον τρίτο όροφο τα γραφεία της διοίκησης, με θέα την Ακρόπολη. Κυρίαρχο στοιχείο στον χώρο το σκούρο καφέ ξύλο. Οι βιβλιοθήκες, τα γραφεία. Στους τοίχους πίνακες γνωστών καλλιτεχνών. Η πολυτέλεια στο μεγαλείο της.

Δεν ήταν πάνω από εξήντα, ντυμένος με ένα μαύρο κοστούμι, καλοξυρισμένος, και τα γκρίζα του μαλλιά κοντοκουρεμένα όπως το απαιτούσαν οι κανόνες της εταιρείας. Μία από τις μεγαλύτερες στο χώρο. Από τις πιο ισχυρές. Ειδικά την περίοδο που το χρηματιστήριο μονοπωλούσε το ενδιαφέρον του κόσμου.

Ο Οδυσσέας εργαζόταν σ’ αυτή την εταιρεία έναν χρόνο. Ό,τι είχε περατώσει και τις μεταπτυχιακές του σπουδές και ως θαύμα βρήκε τη θέση. Ο μισθός δεν ήταν αντάξιος των προσόντων του, αλλά από κάπου έπρεπε να ξεκινήσει.

Έκατσε στην καρέκλα μπροστά στο γραφείο του διευθυντή, ανυποψίαστος για το τι τον ήθελε.

Σκυμμένος στα χαρτιά του, με ύφος προβληματισμένο, πήρε τον λόγο. « Η κατάσταση δεν είναι καλή», η φωνή του ψυχρή, δεν τον κοιτούσε στα μάτια. «η κρίση, η ύφεση. Η εταιρεία πρέπει να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Τα κέρδη μας παρουσίασαν μείωση και οι μέτοχοι ανησυχούν. Είναι κάτι το οποίο δεν θέλουμε . Πρέπει να απολύσουμε υπαλλήλους. Από αύριο δεν θα δουλεύεις μαζί μας. Πέρνα από το λογιστήριο για τα διαδικαστικά.»

Τόσο απλά και ψυχρά, του γκρέμισε τα όνειρα του.

Σηκώθηκε αργά από την καρέκλα. Φαινόταν σαν να μην είχε συνειδητοποιήσει αυτό που πριν από λίγα δευτερόλεπτα είχε ακούσει.

Στρίμωξε τα λιγοστά πράγματα του σ’ ένα μικρό χάρτινο κουτί. Πήγε στο λογιστήριο και υπέγραψε την απόλυση του. Επίσημα άνεργος. Ένας ακόμη στους τόσους.

Με το κουτί αγκαλιά βγήκε στον δρόμο. Περπατούσε σα χαμένος. Λίγα μέτρα πιο κάτω σταμάτησε, γύρισε το κεφάλι του και κοίταξε το κτίριο όπου γκρεμίστηκαν τα όνειρα του.

Επιτάχυνε το βήμα του. Περπατούσε νευριασμένα. Από μέσα του ανάβλυζε θυμός. Γιατί σ’ αυτόν; Τι έκανε λάθος ;

Τα λόγια του διευθυντή χόρευαν στο μυαλό του. «περικοπές, κρίση, κέρδη» :Αυτός ήταν ο πιο άχρηστος που έπρεπε να φύγει; ‘Ένοιωθε άχρηστος. Χωρίς να το καταλάβει είχε φτάσει στο σπίτι του. Δέκα χιλιόμετρα με τα πόδια.. Και τώρα τι; Προσπαθούσε να βάλει τις σκέψεις του σε τάξη. Να οργανωθεί.

Ανέβηκε στο διαμέρισμα. Η μητέρα του έστρωνε το τραπέζι. Πήρε μια βαθειά ανάσα κι άφησε το κουτί στο δωμάτιο του. Δεν θα έλεγε ακόμα τίποτα. Έπρεπε να το δεχθεί αυτός πρώτα.

Στο μεσημεριανό τραπέζι το μόνο που ακουγόταν ήταν ο ήχος από τα πιρούνια. Με τρομερή δυσκολία κατέβαζε τις μπουκιές. Έπρεπε να παίξει τον ρόλο του κουρασμένου. Δεν έπρεπε ακόμα να καταλάβουν. Δεν ήθελε να τους στεναχωρήσει. Τα έβγαζαν πέρα δύσκολα. Έπειτα από τις δραματικές μειώσεις των συντάξεων η κατάσταση στο σπίτι είχε γίνει πιο δύσκολη. Ο μισθός του, αν και λίγος, ήταν μια σημαντική συνεισφορά στον οικογενειακό κορβανά.

Το γεύμα τελείωσε. Προφασίστηκε πονοκέφαλο από τη δουλειά και κλείστηκε στο δωμάτιο του. Από το συρτάρι του γραφείου του έβγαλε ένα μικρό τετράδιο. Σημείωνε τις σκέψεις του, αυτά που τον απασχολούσαν, κατέγραφε τα όνειρά του κάτι σαν ημερολόγιο.

 «Και τώρα τι;»
«Πίστεψα πως όλα πήραν τον δρόμο τους όταν βρήκα αυτή τη δουλειά. Γελάστηκα.. Να ΄μαι πάλι στο μηδέν.

Έφταιξα εγώ; Μάλλον όχι, όπως είπε και ο διευθυντής, η κρίση. Αυτή η κρίση που μαστίζει τούτη δω τη χώρα. Τι σόι οικονομολόγος είμαι που δεν το περίμενα; Παρασύρθηκα από το όνειρο μου και δεν έβλεπα την πραγματικότητα.

Αύριο θα πάω στον ΟΑΕΔ. Μακάρι να πάρω το επίδομα, θα είναι μια μικρή βοήθεια. Θα ψάξω αμέσως για δουλειά. Ναι αυτό θα κάνω. Δεν πρέπει να με απογοητεύσει αυτή η κατάσταση.»
 Η ουρά έφτανε στο απέναντι πεζοδρόμιο. Όλοι για τον ίδιο λόγο. Επίδομα ανεργίας. Πέρασαν τρείς ώρες ώσπου να έρθει η σειρά του. Η υπάλληλος με βαριεστημένο ύφος του είπε

 «Δικαιούστε το επίδομα για δώδεκα μήνες, το μηνιαίο ποσό είναι 360 ευρώ».
Κάτι είναι κι αυτό, θα έχει τουλάχιστον ένα ποσό κάθε μήνα για τα έξοδα του, μέχρι να βρει μια νέα δουλειά. Επιστροφή στο σπίτι

 Συνέταξε το βιογραφικό του, παιδεύτηκε να το κάνει. Απέστειλε δεκάδες ηλεκτρονικά μηνύματα. «Δεν μπορεί από κάπου θα πάρω απάντηση» σκέφτηκε.
Οι μέρες, οι μήνες περνούσαν. Σχεδόν κόντευε χρόνος και απάντηση δεν είχε λάβει. Άρχισε να απογοητεύεται..

Ήταν εκείνο το βροχερό πρωινό που όλα μέσα του άλλαξαν.

 Περίμενε στην ουρά στον ΟΑΕΔ για να ανανεώσει την κάρτα ανεργίας.
Η κοπέλα με τα μακριά μαύρα μαλλιά που την έβλεπε κάθε μήνα στην ίδια σειρά, στο ίδιο σημείο, για πρώτη φορά του μίλησε και με φωνή γεμάτη παράπονο του είπε:

 «Αν ήξερα αγγλικά θα είχα φύγει. Εδώ δεν πρόκειται τίποτα να αλλάξει. Στο εξωτερικό, εκεί βρίσκεται η σωτηρία»
 Σάστισε, δεν το περίμενε. Δεν απάντησε. Η κοπέλα χάθηκε στον δρόμο, μάταια προσπαθούσε να την εντοπίσει στο πλήθος. Να τη ρωτήσει τι εννοούσε.

 Πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Στα αυτιά του ηχούσε ακόμα η φωνή της. Στο εξωτερικό…
Αυτό ήταν. Στο μυαλό του καρφώθηκε η ιδέα της μετανάστευσης. Τα αγγλικά του ήταν σε πολύ καλό επίπεδο, μεταπτυχιακό είχε. Δεν μπορεί κάτι θα έβρισκε.

 Στο πρόσωπο του ζωγραφίστηκε ένα τεράστιο χαμόγελο. Δεκάδες, εκατοντάδες αγγελίες τον περίμεναν. Έστειλε το βιογραφικό του σε όσες περισσότερες μπορούσε. Δεν τον ενδιέφερε η χώρα, αρκεί να έβρισκε δουλειά.

 Άνοιξε πάλι το μικρό τετράδιο και άρχισε να γράφει:
«Ας έρθει μια απάντηση. Η αναμονή αυτή με σκοτώνει. Είναι τόσοι μήνες που περιφέρομαι άσκοπα. Κουράστηκα να περιμένω το καλύτερο αύριο σε τούτον τον τόπο. Έψαξα παντού για δουλειά, μα τίποτα .Νοιώθω άχρηστος, ένας παρίας. Να θέλω να εργαστώ και να μην μπορώ. Εάν δεν το κάνω τώρα που είμαι στα παραγωγικά μου χρόνια, πότε θα το κάνω; Ως πότε θα με συντηρεί η σύνταξη των γονιών μου; Αισθάνομαι πως είμαι βάρος, οι γονείς μου προσπαθούν και αυτοί να με κάνουν να νοιώσω καλύτερα, αλλά τους βλέπω που στεναχώριουνται. Με τα όνειρα μου τι θα γίνει; Δεν έχω δικαίωμα στο όνειρο, στη ζωή; Τι τους έκανα και με τιμωρούν με αυτόν τον τρόπο; Πληρώνω εγώ τα λάθη τους. Μακάρι να έρθει η απάντηση, να φύγω. Να μπορέσω να φτιάξω τη ζωή μου»

 Οι μέρες περνούσαν αργά, βασανιστικά και το μαντάτο που περίμενε δεν είχε φανεί. Η απογοήτευση σιγά, σιγά έκανε την εμφάνιση της. «Μήπως και στο εξωτερικό δεν υπάρχει σωτηρία;» Άρχισε να χάνει την υπομονή του.

  Ο ταχυδρόμος άφησε τον χοντρό φάκελο στην είσοδο της πολυκατοικίας. Εκείνη τη στιγμή η μητέρα του γυρνούσε από τα καθημερινά ψώνια. Είδε το όνομα του παιδιού της στον φάκελο και τον πήρε. Ο Οδυσσέας αυτό το πρωινό είχε πάει μια βόλτα, η παραμονή του στο διαμέρισμα χωρίς να κάνει τίποτα- διάβαζε βιβλία αλλά πόσο;-τον έφερε σε μια ψυχολογική κατάσταση ιδιαίτερα δύσκολη. Ένοιωθε τον εαυτό του να χάνει την αυτοπεποίθηση του. Αμφισβητούσε τις ικανότητες του πια. «Αν ήμουν καλός δεν θα έχανα τη θέση μου και τώρα θα είχα βρει δουλειά». Τις νύχτες έμενε σχεδόν ξάγρυπνος να στριφογυρίζει στο κρεβάτι.

 Γύρισε από τη βόλτα. Αμίλητος κάθισε στον καναπέ.
«Αυτό είναι για σένα» είπε η μητέρα του, που αγνοούσε το περιεχόμενο του φακέλου. Δεν είχε καταλάβει ότι με τα ίδια της τα χέρια έδινε στον γιο της πίσω τη ζωή του.

 Τον άνοιξε σκίζοντας με μανία το χαρτί. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Ο φάκελος ήταν από το εξωτερικό. Τι κρύβει;

 Αυτό που ζητούσε Διάβασε το γράμμα.
«Λάβαμε το βιογραφικό σας και μας ενδιαφέρει η συνεργασία μαζί σας. Στον φάκελο θα βρείτε ένα βιβλίο με τα στοιχεία της εταιρείας και με πληροφορίες που αφορούν την εργασία σας. Η κάλυψη της θέσης είναι άμεση. Σ΄ ένα μήνα πρέπει να παρουσιαστείτε στα γραφεία μας. Στον φάκελο θα βρείτε επίσης και το αεροπορικό εισιτήριο στο όνομά σας»
Διάβαζε και ξαναδιάβαζε το γράμμα. Δεν μπορούσε να το πιστέψει

 Η ώρα της αλήθειας έφτασε. Αυτό που ήθελε γινόταν πραγματικότητα. Τόσες μέρες περίμενε το μήνυμα στον υπολογιστή του και τη στιγμή που άρχισε να χάνει την πίστη του, να σου το γράμμα. Τι παράξενο, στην εποχή του διαδικτύου περίμενε την απάντηση μέσω ηλεκτρονικού μηνύματος, αλλά αυτή ήρθε με τον παραδοσιακό τρόπο. Την έφερε ο ταχυδρόμος, όπως σε μια άλλη εποχή, που χιλιάδες έλληνες αναζητούσαν και τότε μια καλύτερη ζωή στο εξωτερικό.

 Η μέρα πέρασε με τον Οδυσσέα να χάνεται στις εικόνες που το μυαλό του έφτιαχνε. Να ονειρεύεται τη νέα του ζωή.

 Σ’ ένα μήνα έπρεπε να παρουσιαστεί στη νέα του δουλειά. Από την εταιρεία θα φρόντιζαν να του βρουν κατάλυμα. . Καιρό τώρα μάζευε κάποια χρήματα από κάτι ψιλοδουλειές που έκανε και από το επίδομα ανεργίας. Φρόντιζε να μην κάνει έξοδα

 Ξάπλωσε, δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Δεν είχε σκεφτεί όμως το πώς θα το ανακοινώσει στους γονείς του. Τόσο καιρό δεν είχε πει λέξη για τα σχέδια του. Για την απόφαση του να φύγει από τη χώρα και να αναζητήσει σε έναν άλλο τόπο μακρινό τα όνειρα του. Πώς θα αντιδρούσαν;

 Μετά το πρωινό θα τους το έλεγε. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς.

 Βαθύς, γλυκός ο ύπνος του.
Σηκώθηκε νωρίς. Η μητέρα του ετοίμαζε το πρωινό κι ο πατέρας του ξεφύλλιζε την αθλητική εφημερίδα. Μια γλυκιά μελωδία ακουγόταν από το ραδιόφωνο. Από το παράθυρο της κουζίνας φαίνονταν τα πουλιά που γύρισαν και φέτος. Τώρα που αυτός φεύγει αυτά επιστρέφουν. Άραγε θα γυρίσει κι αυτός κάποτε ή θα ριζώσει στον ξένο τόπο;

 Ο Μάρτης έφτανε στο τέλος του. Η άνοιξη έκανε την εμφάνιση της. Η εποχή που προετοιμάζει τη φύση για να υποδεχτεί το καλοκαίρι.

 «Φεύγω. Βρήκα δουλειά στο εξωτερικό» η φράση του κοφτή, δεν άφηνε περιθώρια για αντιδράσεις. Η μελωδία από το ραδιόφωνο κάλυπτε τη σιωπή. Στο βλέμμα της μητέρας του διέκρινε τον πόνο. Το κλάμα της εσωτερικό, βουβό. Το παιδί της σε λίγες μέρες θα έφευγε μακριά της. Ο πατέρα του προσπάθησε να πει κάτι, αλλά σταμάτησε. Ήξερε κι αυτός ότι η απόφαση αυτή είναι μονόδρομος για τον Οδυσσέα.

 Τελευταία ανακοίνωση για την επιβίβαση. Στριμώχνεται μαζί με τους υπόλοιπους επιβάτες στο λεωφορείο που θα τους πάει στο αεροπλάνο.

Μια γλυκιά αεροσυνοδός τον βοηθάει να βρει τη θέση του. Από το μικρό παραθυράκι κοιτάζει για τελευταία φορά την πόλη του, καθώς το αεροπλάνο σχίζει με ορμή τον Αττικό ουρανό. Η πτήση που θα τον οδηγήσει στη νέα του ζωή ξεκίνησε…

Η νουβέλα του Γιάννη Αποστολόπουλου, «Όνειρο... Απατηλό»  κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Όστρια»


Επικοινωνήστε με τον συγγραφέα στον προσωπικό του λογαριασμό στο Facebook

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου